Μουσείο Θεάτρου Σκιών «Ευγένιος Σπαθάρης»

H δημιουργία του Σπαθάρειου Μουσείου είναι το αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας και επίπονης προσπάθειας του διάσημου καλλιτέχνη Ευγένιου Σπαθάρη και του Δήμου Αμαρουσίου που συνετέλεσαν στην πραγματοποίηση ενός κοινού τους ονείρου: Ο Καραγκιόζης να αποκτήσει ένα μόνιμο στέκι. Το 1991 ιδρύεται επίσημα το Σπαθάρειο Μουσείο θεάτρου Σκιών Δήμου Αμαρουσίου και τον Μάϊο του 1993 διοργανώνεται η πρώτη ημερίδα Ελληνικού θεάτρου Σκιών. Η συστηματική λειτουργία του Σπαθάρειου Μουσείου άρχισε τον Ιανουάριο του 1996 και ο αριθμός αυτών των επισκεπτών μικρών και μεγάλων, που ξεπέρασε τους 15.000, οδήγησε στην απόφαση της επέκτασης του Μουσείου σαν χώρο και της επίσπευσης της διαμόρφωσης του προαύλιου χώρου σε μόνιμο Καραγκιοζοθέατρο. Σκοπός του Σπαθάρειου Μουσείου είναι να διατηρήσει, να προστατεύσει και να προβάλλει αυτό το τόσο σημαντικό μέρος της πολιτιστικής μας κληρονομιάς που εκπροσωπεί το λαϊκό θέατρο και ο ήρωας του: ο ελληνικός Καραγκιόζης.
O Ευγένιος Σπαθάρης, γεννήθηκε στην Κηφισιά, το 1924, μέσα στην τέχνη του πατέρα του, Σωτήρη. Ο Σωτήρης Σπαθάρης γεννήθηκε το 1892 στη Σαντορίνη και μεγάλωσε στο Μεταξουργείο. Δάσκαλός του ήταν ο Θόδωρος Θεοδωρέλλος που υπήρξε ο καλύτερος μαθητής του Μίμαρου. Από το 1909 περιόδευε συστηματικά σε όλη την Ελλάδα παρουσιάζοντας μάλιστα και έργα που είχε δημιουργήσει ο ίδιος εμπνευσμένα από τη σύγχρονη ζωή και την ιστορία του Έθνους. Ο Σωτήρης Σπαθάρης κόμισε καινοτομίες στη τέχνη του θεάτρου σκιών εισάγοντας την λεγόμενη διαφημιστική "ρεκλάμα", χαρακτηριστικό είδος λαϊκής ζωγραφικής που κατόπιν υιοθετήθηκε και από άλλους καραγκιοζοπαίκτες, αλλά και την "αποθέωση", τον έμψυχο, δηλαδή, θεατρικό επίλογο των ηρωικών συνήθως έργων, που ερμηνευόταν με κατεβασμένο τον μπερντέ από τον ίδιο τον καραγκιοζοπαίκτη και τους βοηθούς του. Υπήρξε, τέλος, ένας από τους πρώτους ιδρυτές και ένθερμους υποστηρικτές του Πανελλήνιου Σωματείου Καραγκιοζοπαικτών που σχηματίστηκε το 1924.

ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΣΠΑΘΑΡΗΣ
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Ο Ευγένιος Σπαθάρης, εκτός από το γεγονός ότι η σύγχρονη γενιά έχει συνδυάσει το όνομα του με το συγκεκριμένο θεατρικό είδος, αφού η φωνή που δίνει στους ήρωές του είναι αναγνωρίσιμη πια σε μικρούς και μεγάλους, αξιολογείται ως τέλειος τεχνίτης και ερμηνευτής αυτής της θεατρικής τέχνης. Αλλά ακόμη και οι ζωγραφιστικές του ικανότητες, που αναδεικνύονται από τους πίνακες και τη τεχνοτροπία των φιγούρων του, παραπέμπουν στα κύρια χαρακτηριστικά της λαϊκής ζωγραφικής που τα δένει μεταξύ τους με πρωτοφανή ρεαλισμό και μεγάλη χρωματική ζωντάνια. Τα ιδιαίτερα στοιχεία της τεχνικής του είναι η σύνθεση σε ένα επίπεδο, μία διάσταση, η συχνή χρήση προφίλ των προσώπων, η απλότητα του σχεδίου και της απεικόνισης, αλλά εκείνο που τον διακρίνει, από άλλους ερμηνευτές του είδους, είναι οι απίθανες πραγματικά αρμονίες παράδοξων τόνων που οδηγούν στην εξαιρετική απόδοση του φυσικού χρώματος της περιγραφής των θεμάτων που επιλέγει. Η θεματολογία των θεατρικών σκηνικών και ενδυμάτων του αναφέρεται στην ελληνική παλιά αθηναϊκή ζωή, σε μοτίβα της ελληνικής επανάστασης του 1821, σε ελληνικά λαϊκά πορτραίτα, σε δημοτικά τραγούδια, στη μυθολογία και το παραμύθι.
Αξιόλογη, όμως, θεωρείται και η δράση του Ευγένιου Σπαθάρη στον τομέα του θεάτρου, όπου σκηνοθέτησε και σκηνογράφησε με τεράστια επιτυχία τον "Μέγα Αλέξανδρο" με το Ελληνικό Χορόδραμα (1950), επίσης τον "Μέγα Αλέξανδρο" συνεργαζόμενος με την Σοφία Βέμπο (1954), "Το ταξίδι" του Γ. Θέμελη (1965), τον "Καραγκιόζη Δικτάτορα" του Γ. Γιαννακόπουλου (1969), "Το μεγάλο μας τσίρκο" του Ι. Καμπανέλλη (1972), τον "Καραγκιόζη παρά λίγο Βεζύρη" του Σκούρτη, "Τα Καραγκιοζέϊκα" του Ρώτα και άλλα. Το 1980 ανεβάζει διασκευασμένους τους «Βατράχους» του Αριστοφάνη που αμέσως κυκλοφόρησε και σε δίσκο. Έχει, ακόμα, ασχοληθεί με την διδασκαλία του θεάτρου σκιών σε διάφορες ομάδες φοιτητών, καθηγητών και νέων καλλιτεχνών. Το 2001, το Θέατρο Τέχνης με επικεφαλής τον σκηνοθέτη Μίμη Κουγιουμτζή ανέβασαν με πρωτοφανή επιτυχία το έργο «Πλούτος» του Αριστοφάνη με πρωταγωνιστή τον Ευγένιο Σπαθάρη. Η παρουσία του στο ιερό θέατρο της Επιδαύρου υπήρξε ο πιο σημαντικός σταθμός της ζωή του. Το 2003 επιστρέφοντας από το εξωτερικό έγραψε και ανέβασε το δεύτερο θεατρικό του έργο «Ε! ρε γλέντια» το οποίο παρουσιάστηκε στην Αθήνα και στην επαρχία με τον Τάκη Βαμβακίδη στο ρόλο του Καραγκιόζη. Εδώ και αρκετά χρόνια έχει αναγνωριστεί διεθνώς το Παγκόσμιο Μουσείο Θεάτρου Σκιών, που δημιούργησε με την πολύτιμη βοήθεια της γυναίκας του από το 1958, στο σπίτι τους στο Μαρούσι.
Από το 1945, χρονιά που ξεκίνησε τις περιοδείες στο εξωτερικό, έχει διακριθεί στα περισσότερα Φεστιβάλ για το εξαιρετικό ταλέντο με το οποίο προβάλλει την τέχνη του. Λαμβάνει μέρος στο Παγκόσμιο Συνέδριο και Φεστιβάλ θεάτρου Σκιών των Βρυξελλών, στο Διεθνές Φεστιβάλ θεάτρου Σκιών Παρισιού, στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ θεάτρου Σκιών και Κούκλας στη Ρώμη, στο Φεστιβάλ Ανατολικών Χωρών της Πολωνίας, στο Φεστιβάλ θεάτρου Σκιών του Ανατολικού Βερολίνου, στο Φεστιβάλ Μεσογειακού θεάτρου της Λυών, Νυρεμβέργης και Μαριγκύ και σε άλλα. Περιοδεύει, δίνοντας παραστάσεις και η έντονη δραστηριότητα του απλώνεται γρήγορα στην Αμερική, στον Καναδά, στην Κούβα, στη Κύπρο, στην Αίγυπτο, στην Αγγλία, στη Γερμανία, στη Δανία, στη Σουηδία, στη Γαλλία, στην Ισπανία. Επίσης δημιουργεί "Σχολή θεάτρου Σκιών στη Δανία", η οποία λειτουργεί μέχρι σήμερα από τους Δανούς μαθητές του. Το 1997 ο Ευγένιος Σπαθάρης πραγματοποιεί σειρά ομιλιών για το Ελληνικό Θέατρο Σκιών και παραστάσεις στα πανεπιστήμια Καίμπριτζ και Οξφόρδης.


ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ

Πολλοί ξένοι μελετητές που έχουν ασχοληθεί με το θέατρο σκιών αποδίδουν την καταγωγή της τεχνικής του Θεάτρου Σκιών στους λαούς της Ανατολής. Τα πιο γνωστά θέατρα σκιών της Νοτιοανατολικής Ασίας είναι εκείνα της Ιάβας, Σιγκαπούρης, Ταϋλάνδης, Μαλαισίας, Καμπότζης, του Μπαλί και του Λάος. Τα πρόσωπα είναι παρμένα από τον κόσμο των θεών, των δαιμόνων του κάτω κόσμου, των πνευμάτων. Αντίθετα, η ιστορία του θεάτρου σκιών της Κίνας εμφανίζεται τον 11ο αιώνα σαν μια διασκέδαση της αγοράς. Οι Τούρκοι της Κεντρικής Ασίας μετέφεραν το θέατρο αυτό όταν εξαπλώθηκαν στην Δυτική Ασία (13ος αι.). Το πρώτο όνομά του ήταν Κογκουρτσάκ ή Καβουρτσάκ ή Κομπαρτσούκ που σημαίνει θέατρο σκιών. Όμως, το ότι η τεχνική του θεάτρου σκιών εμφανίζεται τον 11ο αιώνα σαν μυστηριακό θέατρο, δίνει την αφορμή να το συνδέσουμε με την καταγωγή του μυστηριακού θεάτρου, που ως αρχαιότερα και σημαντικότερα μυστήρια, θεωρούνται τα Ελευσίνια. Η εμφάνιση και η αναβίωση των μυστηριακών θρησκειών στις χώρες τους σχετίζεται με την εξάπλωση σ' αυτές του ελληνιστικού πολιτισμού κατά τους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ

Η γέννηση του πασίγνωστου λαϊκού ήρωα του ελληνικού θεάτρου σκιών και η ιστορία της δημιουργίας του βασίζεται σε προφορικές παραδόσεις από τις οποίες η πιο διαδεδομένη αναφέρεται στον γνωστό θρύλο του Καραγκιόζη και του Χατζηαβάτη που ζούσαν στην Προύσα. Ο Χατζηαβάτης ήταν εργολάβος οικοδομών και είχε αναλάβει να χτίσει το σαράϊ του πασά της Προύσας. Ο πασάς είδε ότι το σαράϊ αργούσε να τελειώσει και φοβέρισε τον Χατζηαβάτη πως θα τον θανατώσει. Ο Χατζηαβάτης φοβήθηκε και φανέρωσε στον πασά ότι φταίχτης ήταν ο Καραγκιόζης που έλεγε αστεία στους μαστόρους και γελούσαν. Έτσι ο πασάς τον θανάτωσε. Μια μέρα ο Χατζηαβάτης έκοψε έναν χάρτινο Καραγκιόζη, τέντωσε ένα πανί που το φώτισε κι έδωσε παράσταση Καραγκιόζη. Μία άλλη εκδοχή του θρύλου για τον Καραγκιόζη, αναφέρεται στην ιστορία ενός Έλληνα από την Ύδρα, του Γ. Μαυρομάτη και τοποθετείται χρονολογικά περίπου τον 18ο αιώνα. Ο Μαυρομάτης, πήγε στην Τουρκία από την Κίνα με το θέατρο σκιών του, μεταφέροντας στην Πόλη, το θέατρό του, προσαρμόζοντάς το στο τρόπο ζωής ήθη των Τούρκων. Έτσι, ονόμασε τον πρωταγωνιστή του Καραγκιόζ, προέκταση στα ελληνικά Καραγκιόζης, που στα τούρκικα σημαίνει μαυρομάτης. Ο Μαυρομάτης πέθανε στην Τουρκία και πληροφορίες αναφέρουν ότι είχε βοηθό του τον Γιάννη Μπράχαλη, τον πρώτο καλλιτέχνη του είδους που έφερε τον Καραγκιόζη στην Ελλάδα

Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Ο Καραγκιόζης δεν ήταν άγνωστος στην Ελλάδα πριν από την Απελευθέρωση του ελληνικού έθνους. Ο ακατάλληλος και χυδαιολογικός χαρακτήρας του, περιόριζε τη καθολικότητα του θεάματος που παιζόταν στην ελληνική γλώσσα αλλά τα βασικά του στοιχεία ήταν τούρκικα. Επρόκειτο άλλωστε για θέατρο που περιόδευε από περιοχή σε περιοχή ξεκινώντας κυρίως από την Πόλη. Ανάμεσα στους καλλιτέχνες που περιόδευαν στον ελληνικό χώρο ήταν και ο Μπάρμπα-Γιάννης Μπράχαλης που, θεωρείται και ο πρώτος που έφερε την τέχνη του Καραγκιόζη στην Ελλάδα, (μεταξύ 1850 και 1860). Από τις αρχές πλέον του 20ου αι. το θέαμα παίζεται μόνιμα στην Ελλάδα και μπορούμε να μιλάμε για καθαρά ελληνικό Καραγκιόζη. Αν και ο εξελληνισμός του ξεκίνησε από την Ήπειρο, κορυφαίος δημιουργός του ήταν ο Πατρινός ψάλτης Δημήτριος Σαρδούνης, γνωστός με το ψευδώνυμο Μίμαρος ο οποίος μετέτρεψε το θέαμα σε ελληνικό οικογενειακό θέατρο, γι' αυτό και θεωρείται ο πρώτος "δάσκαλος" του Καραγκιόζη (1890). Το έργο του συνέχισαν οι τρεις βοηθοί και μαθητές του, Γιάννης Ρούλιας, Μέμος Χριστοδούλου και Θόδωρος Θεοδωρέλλος
Η εξέλιξη και ανάπτυξη των υπόλοιπων καλλιτεχνικών ειδών και κυρίως η εισβολή του έγχρωμου κινηματογράφου, ο Καραγκιόζης και η τέχνη του έτεινε να εκλείψει, καθιστώντας τον Ευγένιο Σπαθάρη ως τον καλύτερο εκφραστή αλλά και τον κυριότερο συνεχιστή και υποστηρικτή του κλασικού και αρχέτυπου πλέον αυτού λαϊκού θεάματος. Σήμερα, ο Καραγκιόζης έχει κατακτήσει ξεχωριστή θέση στη μελέτη και έρευνα της ακαδημαϊκής κοινότητας ως ανεξάρτητο και σημαντικότατο θεατρικό είδος του ελληνικού λαϊκού θεάτρου, και αποτελεί κεντρική παρακαταθήκη της θεατρικής μας παράδοσης. Επιπλέον όμως, υποστηρίζεται ως καλλιτεχνικό προϊόν, αφού και η παραγωγή του και η παρουσίαση του, βρίσκει καινούργιους οπαδούς τόσο στο μικρό όσο και στο μεγαλύτερο ελληνικό, και όχι μόνο, κοινό.


ΟΙ ΦΙΓΟΥΡΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ ΤΟΥΣ (ας μπουν ξεχωριστά δίπλα στις φωτογραφίες τους)

Ο Καραγκιόζης: Είναι ο ιδανικός τύπος του φτωχού Έλληνα, του τόσο φτωχού που έχει πια απαρνηθεί κάθε ιδιωτική φροντίδα κι έχει εξυψωθεί σε εύθυμη φιλοσοφική θεώρηση της ζωής. Είναι αγαθός, καμιά φορά κάνει σκληρά αστεία του, αλλά καλόκαρδος στο βάθος. Γεμάτος τεμπελιά και αισιοδοξία, αλλά και γεμάτος διάθεση ν' ανακατεύεται σε όλα. Τον ενδιαφέρει κάθε τι που γίνεται γύρω του, όλους τους πειράζει και τους κοροϊδεύει και προ πάντων τον ίδιο τον εαυτό του. Το χέρι του είναι εξαιρετικά ευκίνητο και υπερβολικά μακρύ, για σκηνικούς λόγους, για να μπορεί να ξύνει την πλάτη του και το κεφάλι του ή για να χειρονομεί. Επίσης έχει συμβολική σημασία γιατί εκπροσωπεί το έξυπνο πνεύμα του. Καρπαζώνει προθυμότατα, δέρνει αλλά και δέρνεται. Είναι ευφυολόγος, ετοιμόλογος και αστείος, ποτέ όμως γελοίος. Δεν είναι ταπεινός, ούτε όταν δέρνεται. Το δέχεται κι αυτό σαν μια κακοτυχία του και σαν συνέπεια της κακοκεφαλιάς του, με την ίδια εύθυμη εγκαρτέρηση και το ίδιο ειρωνικό του κέφι.
Ο Χατζηαβάτης: Ο τύπος του ραγιά που ζει ακόμα με την ανάμνηση της τουρκοκρατίας. Παμπόνηρος, ανήσυχος για όλα, αδύνατος, δειλός, κόλακας και γαλίφος, κυρίως απέναντι στους ισχυρούς. Προσποιείται τον μισοκακόμοιρο ενώ ο νους του δουλεύει και ειδικά στις βρωμοδουλειές. Από την άλλη πλευρά, εκπροσωπεί τον τύπο του βιοπαλαιστή αστού. Το επάγγελμά του είναι τελάλης, μεσίτης και ταχυδρόμος που εκτελεί παραγγελίες του μπέη και του πασά. Ωστόσο είναι ευγενικός, αξιοπρεπής και αξιόπιστος. Οικογενειάρχης, αν και δεν παρουσιάζεται αυτό ποτέ στη σκηνή, είναι πιο μορφωμένος κοινωνικά από τον Καραγκιόζη και γνωρίζοντας καλύτερα τον κόσμο προσπαθεί πάντα να διορθώνει τον φίλο του ή να τον δασκαλεύει.
Ο Διονύσιος: Σατυρίζει τον τύπο του ξεπεσμένου αριστοκράτη από την Ζάκυνθο ή απλά του φαντασιόπληκτου ζακυνθινού που πιστεύει πως κατάγεται από αρχοντική και πλούσια οικογένεια. Είναι όμως αξιοπρεπής, πολιτισμένος, αγαθός, ομιλητικός και εξαιρετικά γρήγορος στην ομιλία του όπως και οι συντοπίτες του. Ειναι καλοντυμένος, φορά ψηλό καπέλο και παρασύρεται εύκολα στις κατεργαριές του φίλου του, Καραγκιόζη.
Εβραίος: Το όνομά του είναι Σολομών ή Σολωμός, όπως τον αποκαλεί ο Καραγκιόζης. Είναι χαρακτήρας εμπόρου της πόλης και συγκεκριμένα της Θεσσαλονίκης, αρκετά πλούσιος, πολύ τσιγγούνης, πονηρός και δειλός. Σαν φιγούρα είναι πολύ ευχάριστη γιατί είναι δεμένος σε δυο μεριές και όταν χορεύει κουνιέται η μέση και το κεφάλι του σαν να είναι "ξεβιδωμένος", με αποτέλεσμα να γελάνε οι θεατές. Ο Μορφονιός: Ονομάζεται Ζαχαρίας, είναι νάνος με πελώριο κεφάλι και μακριά μύτη γι'αυτό μιλάει και μ'αυτή. Είναι καλοαναθρεμμένος και πολύ λιγόψυχος, έτσι, όταν τον φοβερίζει ο Καραγκιόζης λιποθυμάει.
Μπαρμπα - Γιώργος: Εκπροσωπεί τον βουνίσιο έλληνα, τον γνήσιο ρουμελιώτη που ο χαρακτήρας του παρέμεινε αδιάφθορος μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Είναι τύπος αγαθός, ηθικός και δυνατός. Καμαρώνει που είναι θείος του Καραγκιόζη και γι'αυτό του προσφέρει στοργικά την προστασία του.
Ο Μπέης: Αντιπροσωπεύει τον εύπορο αστό και γενικά τον άνθρωπο της ανώτερης κοινωνικής τάξης. Είναι καλός οικογενειάρχης, ηθικός και συνήθως δίνει παραγγελίες στον Χατζηαβάτη για διάφορες υποθέσεις του, χρησιμοποιώντας τον σαν τελάλη ή μεσίτη και ξεκινώντας μ'αυτόν τον τρόπο την πλοκή της υπόθεσης.
Ο Σταύρακας: Ντυμένος κουτσαβάκικα, ο Σταύρακας, έχει θεωρία παλληκαρά αλλά συνέχεια τρώει ξύλο. Είναι ψεύτης, καυχησιάρης και ονομάζεται Σταυράκης Τζίμης από τον Περαία.
Ο Πασάς: Είναι ο εκπρόσωπος της τούρκικης εξουσίας και την επισημότητά του την εκδηλώνει με το σοβαρό, αυστηρό ύφος του και με τον στόμφο της ομιλίας του. Είναι επιβλητικός, με πλούσιο ντύσιμο και δεν τραγουδάει ποτέ όπως τα άλλα πρόσωπα του θιάσου επειδή θεωρείται αξιοσέβαστος.
Ο Βεληγκέκας: Αντιπροσωπεύει την εκτελεστική εξουσία της δημόσιας τάξης. Είναι τουρκαλβανός στην καταγωγή, κουτός, απολίτιστος, λιγόλογος και μιλά άσχημα τα ελληνικά με ανάμικτες αρβανίτικες και τούρκικες εκφράσεις.
Αγλαΐα: H γυναίκα του Καραγκιόζη. Εκπροσωπεί τον χαρακτήρα της φτωχής Ελληνίδας νοικοκυράς που προσπαθεί να βοηθήσει την οικογένειά της δουλεύοντας σε ευκατάστατες οικογένειες
Βεζυροπούλα: Είναι η κόρη του Πασά. Καλομαθημένη, και δείχνει να σέβεται τον πατέρα της, ωστόσο, καταφέρνει πάντα να πετυχαίνει αυτό που επιδιώκει

Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών

Η ελληνική θεατρική τέχνη και ειδικότερα ο χώρος της υποκριτικής, εκτός από σημάδι πολιτισμού και δείκτης του πνευματικού επιπέδου, μπορεί να χαρακτηριστεί και από τη συνδικαλιστική του αξία. Η ανάγκη δημιουργίας ενός συνδικαλιστικού οργάνου που θα προασπίζεται τους ηθοποιούς–εργαζόμενους σε θιάσους και που θα διεκδικεί και θα διαφυλάττει τα δικαιώματα του, ξεκίνησε ουσιαστικά από τη στιγμή που έπαψαν να δραστηριοποιούνται οι δύο μεγάλοι ελληνικοί θίασοι στις αρχές του 20ουαι, δηλαδή ο Θίασος της Βασιλικού Θεάτρου με επικεφαλής της Μαρίκα Κοτοπούλη και ο Θίασος της Νέας Σκηνής με επικεφαλής την Κυβέλη. Οι θίασοι αυτοί έδωσαν το έναυσμα για τη δημιουργία άλλων θιάσων, από ηθοποιούς που μαθήτευσαν στις μεγάλες αυτές πρωταγωνίστριες. Αυτό σε συνδυασμό με την έξαρση της συσπείρωσης του ελληνικού πληθυσμού στη πρωτεύουσα, αλλά και με την εμφάνιση καινούργιων θεατρικών ειδών, όπως το θέατρο Βαριετέ κα το μουσικό θέατρο, οδήγησαν στη δημιουργία θεατρικών επιχειρήσεων. Σε αυτές απασχολούνταν ηθοποιοί, που εξαιτίας της αλλαγής των εργασιακών σχέσεων, που επέβαλε η ανταγωνιστική πλέον αγορά, παρουσίασε την επιτακτική ανάγκη για την ίδρυση στο χώρο του θεάτρου το 1917 του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ).
Το Σ.Ε.Η. αποτελεί τον μοναδικό συνδικαλιστικό φορέα και πόλο συσπείρωσης των Ελλήνων Ηθοποιών του Θεάτρου, του Κινηματογράφου και της Τηλεόρασης. Το Σωματείο έχει καταφέρει άλλοτε με σκληρούς αγώνες και άλλοτε με προτάσεις και παρεμβάσεις του προς την Πολιτεία, να βελτιώσει σημαντικά τις συνθήκες εργασίας, τους όρους αμοιβής, αλλά και την εικόνα των μελών του ως πνευματικών ανθρώπων και δημιουργών. Ο ρόλος του Σ.Ε.Η., αποδείχτηκε κρίσιμος και δύσκολος σε πολλές στιγμές της ελληνικής ιστορίας, μια και η θέση του ηθοποιού στη καλλιτεχνική «αγορά» επαναπροσδιορίζονταν συνεχώς. Ακόμη από την εποχή του Μεσοπολέμου λόγω της ανάγκης προστασίας του επαγγέλματος του ηθοποιού, για ασκήσει κάποιος το επάγγελμα αυτό, απαιτούνταν Κρατική Άδεια και ελέγχονταν από θεσμοθετημένες Επιτροπές Δεοντολογίας και Δικαστικού Συμβουλίου που επέβαλλαν ποινές και αφαιρούσαν τις άδειες. Όταν όμως ιδρύθηκαν οι πρώτες ιδιωτικές δραματικές σχολές, του Θεάτρου Τέχνης, του Πέλου Κατσέλη, του Κώστα Μιχαηλίδη και άλλων, παρουσιάστηκε στη δεκαετία του ’80, μία μεταβατική περίοδος για το επάγγελμα του ηθοποιού, αφού ο θεσμός της Κρατικής Άδειας καταργήθηκε και έκτοτε οποιοσδήποτε μπορεί να ασκήσει ελεύθερα την υποκριτική, ακόμη και απόφοιτοι Εργαστηρίων Ελευθέρων Σπουδών ή όσοι έχουν συμμετάσχει σε κάποια παρεμφερή σεμινάρια επιμόρφωσης. Η μόνη ασφαλιστική δικλείδα υπήρξε ο έλεγχος λειτουργίας όλων αυτών των σχολών μέσα από επιτροπές που επικυρώνουν τις εισαγωγικές και πτυχιακές εξετάσεις.
Επίσης, ο συνδικαλιστικός ρόλος του Σωματείου, συνδέεται άμεσα με τις πολιτικές και κοινωνικές ζυμώσεις που συντελέστηκαν στον ελληνικό χώρο σε κρίσιμες περιόδους του. Για παράδειγμα σημαντικό ρόλο στην πολιτιστική ζωή του τόπου διαδραμάτισε το Σωματείο στην Εθνική Αντίσταση κατά της φασιστικής κατοχής αλλά και κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας στην Ελλάδα. Οι ηθοποιοί συμμετείχαν στους αγώνες του ελληνικού λαού για ελευθερία, ανεξαρτησία, και δημοκρατία, και πολλοί σπουδαίοι ηθοποιοί δέχτηκαν και αυτοί τις συνέπειες των απολυταρχικών καθεστώτων, μέσα από εκτελέσεις, φυλακίσεις, διώξεις. Ειδικά στη Δικτατορία των συνταγματαρχών, το Σ.Ε.Η. διαλύθηκε από τη χούντα και κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, οι ηθοποιοί του διαλυμένου Σ.Ε.Η. κατάφεραν να συντονιστούν και να οργανώσουν απεργία, κλείνοντας όλα τα θέατρα και καλώντας τους θεατές να συγκεντρωθούν στο Πολυτεχνείο. Μετά την πτώση της δικτατορίας, το Σ.Ε.Η. επανασυστάθηκε και έδωσε μια σειρά σκληρές μάχες, πετυχαίνοντας να κερδίσει τον χαμένο χρόνο και να διασφαλίσει τα βασικά δικαιώματα των μελών του στις νέες συνθήκες.
Μερικές από τις σημαντικότερες κατακτήσεις του Σ.Ε.Η. τα τελευταία χρόνια ήταν: Η καθιέρωση της αργίας της Δευτέρας, η μείωση των παραστάσεων, σταδιακά, από 14 σε 8 την εβδομάδα, η υπογραφή Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας στα Κρατικά και Ιδιωτικά θέατρα, στα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. και τον Οπτικοακουστικό χώρο, η καθιέρωση ωραρίου εργασίας, η ίδρυση (επί Υπουργίας Μελίνας Μερκούρη, η οποία ήταν ενεργό μέλος του Σ.Ε.Η.) των Δημοτικών Περιφερειακών Θεάτρων και η λειτουργία του Οργανισμού Εταιρικών Θιάσων του Σ.Ε.Η.
Σήμερα το Σ.Ε.Η., αριθμεί άνω των 3.000 μελών, συνεχίζει να αγωνίζεται για την ανάπτυξη της θεατρικής Τέχνης και την τόνωση της πνευματικής ζωής, μέσω της βελτίωσης της θέσης των ηθοποιών. Ειδικότερα προωθεί αιτήματα του Κλάδου των Ηθοποιών, όπως η ανωτατοποίηση της θεατρικής παιδείας, σε πανεπιστημιακό επίπεδο και επαναφορά της άδειας άσκησης επαγγέλματος του ηθοποιού, μείωση της ανεργίας, με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στα κρατικά και τα Δημοτικά Θέατρα, την τηλεόραση, το ραδιόφωνο και την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση (με την εισαγωγή θεατρικών μαθημάτων στα σχολεία), η τήρηση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας από τους εργοδότες, η περιφρούρηση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων των ηθοποιών.
Το διοικητικό συμβουλιο του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών προσπαθεί να αποτελεί μοχλό συσπείρωσης των καλλιτεχνών για την αντιμετώπιση και λύση των προβλημάτων τους σε όλα τα επίπεδα και για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων τους. Τέλος το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών είναι μέλος του Εργατικού Κέντρου Αθήνας (Ε.Κ.Α.), της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Θεάματος Ακροάματος (Π.Ο.Θ.Α.) και της Federation International des Acteurs (F.I.A.)

Θεατρικό Μουσείο: Ένας θεματοφύλακας δύο αιώνων Ελληνικού Θεάτρου

Το Θεατρικό Μουσείο ιδρύθηκε το 1938 από την «Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων», όταν Πρόεδρός της ήταν ο συγγραφέας Θεόδωρος Συναδινός. Από τότε, Έφορος του ορίστηκε ο Ιστορικός του Νεοελληνικού Θεάτρου Γιάννης Σιδέρης, ο οποίος και αφιέρωσε τη ζωή του στη συγκέντρωση πλούσιου εκθεσιακού υλικού, καθώς και στην καταγραφή της Ιστορίας του Νεοελληνικού Θεάτρου. Μέσα σε λίγα χρόνια το Θεατρικό Μουσείο εξελίχτηκε σε "Κέντρο Μελέτης και Έρευνας του Νεοελληνικού Θεάτρου", δημιουργώντας ένα πλούσιο αρχείο χειρογράφων και διάφορων στοιχείων για τα θεατρικά δρώμενα στη χώρα μας, αλλά και μια σημαντική βιβλιοθήκη. Ο Γιάννης Σιδέρης πέθανε το 1975, έναν χρόνο πριν από τα εγκαίνια του Μουσείου στην οδό Ακαδημίας, χωρίς να προλάβει να το δει έτοιμο. Στον Σιδέρη άλλωστε ανήκε και η πρωτότυπη ιδέα των «καμαρινιών», για την πραγματοποίηση της οποίας συγκέντρωνε προσωπικό και καλλιτεχνικό υλικό ώστε να διατηρήσει ζωντανή τη μνήμη σημαντικών ηθοποιών του θεάτρου μας
Το Θεατρικό Μουσείο παραμένει άγνωστο στο ευρύ κοινό αν και στεγάζεται εκεί από το 1976 (προηγήθηκαν χώροι στις οδούς Ασκληπιού, Ψαρομηλίγγου, Ναυαρίνου και Καβαλόττι). Μέχρι πρότινος στο παρακείμενο κτίριο Παλαμά στεγαζόταν και η Θεατρική Βιβλιοθήκη, που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του Κέντρου Μελέτης και Έρευνας του Ελληνικού Θεάτρου-Θεατρικό Μουσείο, η οποία όμως υποχρεώθηκε (το κτίριο Παλαμά είχε παραχωρηθεί από το Πανεπιστήμιο Αθηνών) να μετακομίσει σε ένα τετραώροφο οίκημα επί της οδούς Καραμανλάκη 7, στην πλατεία Αμερικής. Το Θεατρικό Μουσείο, το μοναδικό κέντρο στην Ελλάδα που διαθέτει αρχειακό υλικό σχεδόν δύο αιώνων, αντιμετωπίζει στεγαστικό πρόβλημα. Κατά καιρούς γίνονται κρούσεις είτε στο Υπουργείο Πολιτισμού είτε στον Δήμο Αθηναίων και στο Πανεπιστήμιο ώστε να παραχωρήσει κτίρια για μεταστέγαση. Συγκεκριμένα οι κρούσεις αυτές αφορούν τον πολυχώρο στο Μεταξουργείο που θα μπορούσε να γίνει Μουσείο Παραστατικών Τεχνών αλλά και το κτίριο του Πνευματικού Κέντρου (Σόλωνος - Ασκληπιού - Ακαδημίας) καθώς και το ξενοδοχείο Majestic επί της οδού Πανεπιστημίου.
Από το 1976 το ΚΜΕΕΘ-ΘΜ μετατρέπεται σε αυτοτελές Ίδρυμα «Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου» και από το 1996 υιοθετείται από τη Γενική Συνέλευση των Μελών του η τωρινή επωνυμία του. Πρόεδρός του εκλέχτηκε ο μελετητής και κριτικός του θεάτρου Στάθης Σπηλιωτόπουλος, ο οποίος, αργότερα, ανακηρύχθηκε ομόφωνα Επίτιμος Πρόεδρος του Ιδρύματος. Εν συνεχεία, Πρόεδρος και Διευθυντής (από το 1976 ως τον θάνατό του, το 1998) υπήρξε ο θεατρικός συγγραφέας Μανόλης Κορρές. Τον διαδέχθηκαν ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Κωστής Λειβαδέας και ο συγγραφέας και σκηνοθέτης Κώστας Ασημακόπουλος. Πρόεδρος σήμερα του Δ. Σ. είναι ο μεταφραστής και κριτικός θεάτρου Κώστας Γεωργουσόπουλος, ενώ το Συμβούλιο είναι εννεαμελές και εκλέγεται κάθε τρία χρόνια. Το Διοικητικό Συμβούλιο του ΚΜΕΕΘ – ΘΜ αποτελούσαν πάντοτε ξεχωριστές προσωπικότητες της θεατρικής μας ζωής.
Το αρχειακό υλικό του «Κέντρου Μελέτης και Έρευνας» περιλαμβάνει αυτή τη στιγμή πάνω από 60.000 θεατρικά προγράμματα που αφορούν σε επαγγελματικούς και ερασιτεχνικούς θιάσους (πρόζας, επιθεώρησης, μουσικού, παιδικού θεάτρου και χοροθεάτρου) και καλύπτουν τη χρονική περίοδο από το 1870 έως και σήμερα. Γύρω στις 30.000 φωτογραφίες από παραστάσεις, κινηματογραφικές ταινίες, πορτραίτα διάσημων ηθοποιών και 5.000 αφίσες παραστάσεων από τις αρχές του 20αι. έως και σήμερα. Το οπτικοακουστικό αρχειακό υλικό του μουσείου αποτελείται από ηχητικό θέατρο από το ραδιόφωνο, όπερα, μουσική για το θέατρο, απαγγελίες θεατρικών έργων από ηθοποιούς, εκπομπές για το θέατρο. Επίσης υπάρχουν 1800 κασέτες από τις οποίες οι 1000 είναι βιντεογραφημένες παραστάσεις (από το 1985 μέχρι σήμερα, χειμερινών και θερινών θεατρικών περιόδων) αποκλειστικά από το μουσείο και 800 που αναφέρονται σε θέατρο στη τηλεόραση, ντοκιμαντέρ, συνεντεύξεις κ.α. Το αρχείο του Θεατρικού Μουσείου περιλαμβάνει επίσης μεγάλο αριθμό σπάνιων ντοκουμέντων όπως συμβόλαια λογιστικά βιβλίων και καταστατικά θιάσων, οδηγούς σκηνής, σκηνοθετικές και συγγραφικές σημειώσεις, αρχιτεκτονικά σχέδια θεάτρων και άλλα.
Το Αρχείο της Θεατρικής Βιβλιοθήκης περιλαμβάνει, χονδρικά, 30.000 τόμους βιβλίων, από το ελληνικό και ξένο θέατρο, βιογραφίες, καθώς και πάρα πολλά τεύχη θεατρικών περιοδικών και κινηματογραφικών βιβλιογραφιών. Τόσο το αρχείο προγραμμάτων και φωτογραφιών όσο και το αρχείο της βιβλιοθήκης βρίσκονται στη διάθεση των ερευνητών και μελετητών του ελληνικού θεάτρου. Το ΚΜΕΕΘ-ΘΜ έχει προσαρμοστεί στις τεχνολογικές εξελίξεις και λειτουργεί με ηλεκτρονικό σύστημα Μηχανογράφησης (από το 1991) παρέχοντας άμεσα πλήρη στοιχεία σε κάθε ερευνητή, προχωρώντας σε νέες καταχωρήσεις και με εισαγωγή πρόσφατων στοιχείων (παραστασιολογίου, βιογραφικών κ. ά.). Επιπρόσθετα το Θεατρικό Μουσείο σε μία εποχή τεχνολογίας και δημιουργίας ψηφιακών αρχείων δεν θα μπορούσε να στερηθεί της δυνατότητας να αναδείξει τον πλούτο της ελληνικής θεατρικής παραγωγής διασώζοντάς τον σε ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων. Έτσι από το 2004 ξεκίνησε και ολοκληρώνει το έργο τεκμηρίωσης, ψηφιοποίησης και προβολής της ιστορίας και της σύγχρονης παραγωγής του Ελληνικού Θεάτρου μέσα από πρόγραμμα της Κοινωνίας της Πληροφορίας.
Το Θεατρικό Μουσείο επισκέπτονται καθημερινά εκατοντάδες μαθητές από όλη την Ελλάδα, πραγματοποιούνται εκπαιδευτικά προγράμματα, καθώς και ξεναγήσεις στο χώρο από εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους. Αν και υπολογίζεται ότι ετησίως το Μουσείο επισκέπτονται 150.000 παιδιά από όλη την Ελλάδα με το σχολείο τους, ωστόσο οι λοιποί επισκέπτες είναι λιγοστοί. Ακόμη, υπάρχει ειδική γωνιά αφιερωμένη στο θέατρο σκιών και στο κουκλοθέατρο, η οποία προσελκύει ιδιαίτερα το ενδιαφέρον παιδιών προσχολικής ηλικίας και των μικρών τάξεων.
Το ΚΜΕΕΘ-Θεατρικό Μουσείο εκτός των άλλων σημαντικών δραστηριοτήτων του έχει θεσπίσει θεατρικά έπαθλα για τη σκηνογραφία, τη μουσική, τη σκηνογραφία, τη μουσική επένδυση και τη χορογραφία. Στόχος του μουσείου είναι η προβολή και προώθηση της ελληνικής θεατρικής δημιουργίας, η έρευνα της ιστορίας του ελληνικού θεάτρου, καθώς και η διάσωση και διαφύλαξη κάθε στοιχείου του "θεατρικού γίγνεσθαι" της νεότερης Ελλάδας. Κάθε δύο χρόνια οργανώνει την εκδήλωση απονομής Θεατρικών Επάθλων (στο Θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ), σε σημαντικούς θεατράνθρωπους του ελληνικού θεατρικού στερεώματος: απονέμονται τα βραβεία «Μαρίκα Κοτοπούλη» για την καλύτερη θεατρική ερμηνεία γυναίκας ηθοποιού, «Κυβέλη», για τη διαρκή προσφορά στο χώρο του θεάτρου, «Αιμίλιος Βεάκης», για τον καλύτερο άνδρα ηθοποιό, «Παναθήναια» για τον καλύτερο κωμικό ηθοποιό επιθεώρησης, «Φώτος Πολίτης» για τη σκηνοθεσία, «Πάνος Αραβαντινός» για τη σκηνογραφία και ενδυματολογία, «Δημήτρης Μητρόπουλος» για τη μουσική, «Κούλα Πράτσικα» για τη χορογραφία και «Μένανδρος» για ξένες προσωπικότητες που διαπρέπουν στην Ελλάδα και για Έλληνες που τιμούν τη χώρα μας στο εξωτερικό.
Η ιστορία των θεατρικών αυτών βραβείων ξεκίνησε μέσα από τη βράβευση της μεγάλης ηθοποιού του ελληνικού θεάτρου Μαρίκας Κοτοπούλη. Με την ευκαιρία της δημιουργικής για τα θεατρικά τεκταινόμενα της ελληνικής σκηνής συνεισφοράς της Μαρίκας, οι ηθοποιοί του Εθνικού Θεάτρου θεώρησαν υποχρέωσή τους να την βραβεύσουν τιμητικά με ένα χρυσό μετάλλιο, που της καρφίτσωσε στο πέτο, εκ μέρους όλων των συντελεστών του Εθνικού, η Μαίρη Αρώνη. Η Κοτοπούλη, την ώρα της απονομής, ανήγγειλε πως επιθυμούσε το Έπαθλο αυτό, που, εύλογα, μετονομάστηκε από τότε σε Έπαθλο «Μαρίκα Κοτοπούλη», να είναι επαμειβόμενο και να απονέμεται ανά διετία σε νέα πρωταγωνίστρια που, εκείνη την περίοδο, θα είχε διακριθεί για την ερμηνευτική της παρουσία στο σανίδι. Η πρωταγωνίστρια αυτή, μετά τη διετία, θα το παρέδιδε με τη σειρά της στην επόμενη.
Η επιλογή των υποψηφίων γινόταν από Κριτική Επιτροπή επώνυμων θεατράνθρωπων, μεταξύ των οποίων, ο Λέων Κουκούλας, ο Αχιλλέας Μαμάκης, ο Μανώλης Σκουλούδης, ο Κώστας Οικονομίδης, ο Άγγελος Τερζάκης. Το 1993 το Θεατρικό Μουσείο, υπό την Προεδρία τότε του θεατρικού συγγραφέα Μανόλη Κορρέ και με την πολύτιμη βοήθεια της στενής συνεργάτιδας και φίλης της Μαρίκας, ηθοποιού Ολυμπίας Παπαδούκα, αναβίωσε τον θεσμό απονομής του «Επάθλου Κοτοπούλη» που διεκόπη το 1973. Από τότε και μέχρι σήμερα, ανά διετία, η βραδιά απονομής των θεατρικών επάθλων αποτελεί μια από τις κυριότερες και πιο επιτυχημένες εκδηλώσεις του «Κέντρου Μελέτης και Έρευνας του Ελληνικού Θεάτρου», ενώ συμπληρώθηκε ο θεσμός και με τη δημιουργία και άλλων, σημαντικών μεταλλίων, που πήραν τα ονόματα σπουδαίων ταγών του ελληνικού θεάτρου:
Έτσι το έπαθλο «Μαρίκα Κοτοπούλη» έχει απονεμηθεί σε μεγάλες ηθοποιούς του θεάτρου. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις Έλλη Λαμπέτη, Μελίνα Μερκούρη, Άννα Συνοδινού, Αντιγόνη Βαλάκου, Ασπασία Παπαθανασίου, Ελένη Χατζηαργύρη, Ρένη Πιττακή, Κάτια Δανδουλάκη, Βέρα Ζαβιτσιάνου, Μιράντα Ζαφειροπούλου, Μάγια Λυμπεροπούλου, Δέσποινα Μπεμπεδέλη, Ράνια Οικονομίδου, Λήδα Πρωτοψάλτη, Μαρία Σκούντζου, Λυδία Κονιόρδου, Λήδα Τασοπούλου, Δήμητρα Χατούπη, Μπέττυ Αρβανίτη, Φιλαρέτη Κομνηνού και Λυδία Φωτοπούλου, Πέμυ Ζούνη αλλά και στις ηθοποιούς Τζένη Καρέζη και Αλίκη Βογιουκλάκη μετά θάνατον και Βάσω Μανωλίδου, Θάλεια Καλλιγά, Αλέκα Παϊζη και Ρούλα Πατεράκη για τη συνολική τους προσφορά.
Ξενάγηση στο Θεατρικό Μουσείο
Συγκεκριμένα, στην είσοδο του μουσείου παρουσιάζονται αφίσες παραστάσεων ελληνικών έργων που ανεβάστηκαν σε σημαντικά θέατρα του εξωτερικού από ξένους θιάσους και σπάνιες αφίσες και προγράμματα από παλαιούς ελληνικούς θιάσους. Με την παρουσίαση αυτή καταδεικνύεται η δύναμη του νεότερου ελληνικού δραματολογίου που κατορθώνει να ξεπερνά με επιτυχία τα σύνορα της χώρας. Στο μεγάλο διάδρομο εκτίθενται σπάνιες αφίσες και προγράμματα από παλαιούς ελληνικούς θιάσους στην Ελλάδα και σε ξένες χώρες
Το τέλος του διαδρόμου καταλήγει σε ένα χώρο αφιερωμένη στο θέατρο σκιών και στο κουκλοθέατρο που τόσο αγαπήθηκαν από μικρούς και μεγάλους. Εκεί εκτίθενται πολλές φιγούρες του Θεάτρου Σκιών του Ευγένιου Σπαθάρη και οι κούκλες από το Κουκλοθέατρο Αθηνών της Ελένης Θεοχάρη και Περάκη ο Μπαρμπαμυτούσης αλλά και το Κουκλοθέατρο Ακίνογλου της Εθνικής Αντίστασης
Η πρώτη αίθουσα είναι αφιερωμένη στο νεοελληνικό θέατρο και την όπερα. Εκτίθενται φωτογραφίες ηθοποιών, θιάσων, σκηνοθετών και συγγραφέων του 19ου και του 20ου αι.. μακέτες. Είναι αφιερωμένη στο νεοελληνικό θέατρο και περιλαμβάνει πλούσιο φωτογραφικό υλικό παλαιών θεάτρων, ηθοποιών, θιάσων, σκηνοθετών και θεατρικών συγγραφέων του 19ου και 20ού αιώνα. Σκηνικά αντικείμενα, φροντιστήριο και κοστούμια από ιστορικές παραστάσεις του ελληνικού θεάτρου που χρησιμοποίησαν ή φόρεσαν οι ηθοποιοί εκπρόσωποι του νεοελληνικού θεάτρου όπως ο Διονύσιος Ταβουλάρης, ο Ευάγγελος Παντόπουλος, ο Ευτύχιος Βονασέρας, η Ευαγγελία Παρασκευοπούλου, ο Εδμόνδος Φύρστ. Υπάρχει επίσης και ειδική προθήκη με προσωπικά αντικείμενα του ιστορικού του Νεοελληνικού Θεάτρου Γιάννη Σιδέρη. του μουσείου, ο οποίος αφιέρωσε τη ζωή του στη συγκέντρωση εκθεσιακού υλικού και στην έρευνα και μελέτη του ερασιτεχνικού και επαγγελματικού θεάτρου της νεότερης Ελλάδας.
Ιδιαίτερα αξιόλογα είναι και τα διαμορφωμένα καμαρίνια κορυφαίων πρωταγωνιστών της σκηνής, όπως των Αιμίλιου Βεάκη, Μαρίκας Κοτοπούλη, Κυβέλης, Έλλης Λαμπέτη, Αλέξη Μινωτή-Κατίνας Παξινού, Μελίνας Μερκούρη, Ελένης Παπαδάκη, Δημήτρη Χορν, Κατερίνας Ανδρεάδη, Δημήτρη Μυράτ, και τα προσφάτως διαμορφωμένα καμαρίνια της Τζένης Καρέζης και Αλίκης Βουγιουκλάκη, αλλά και από τον χώρο του μελοδράματος υπάρχει το καμαρίνι που είναι αφιερωμένο στην Μαρία Κάλλας. Σε όλα τα καμαρίνια βλέπουμε προσωπικά αντικείμενα, όπως γυαλιά των ηθοποιών, τα βαφτικά τους εργαλεία, ταμπακέρες, κοντυλοφόρους και πένες, φωτογραφίες τους από κοσμικές στιγμές, κοστούμια, περούκες, αφιερώσεις και σημειώματα, βιβλία που έχουν γραφτεί για τους ηθοποιούς αυτούς, αναμνηστικές πλακέτες μικροαντικείμενα που αποκτούν απεριόριστη αξία.
Πριν εισέλθει κανείς στις επόμενες δύο αίθουσες συναντά παραταγμένες τις προτομές ελλήνων ηθοποιών, συγγραφέων και σκηνοθετών όπως της Μαρίκας Κοτοπούλη, του Γρηγόριου Ξενόπουλου, του Νίκου Καζαντζάκη, του Βασίλης Λογοθετίδη και άλλων. Στις δύο αίθουσες παρουσιάζονται ζωγραφικές μακέτες σκηνικών και κοστουμιών γνωστών δημιουργών, όπως του Σπύρου Βασιλείου, του Σάββα Χαρατσίδη, του Γιάννη Μόραλη, του Νίκου Εγγονόπουλου, Ν. Χατζηκυριάκου- Γκίκα, του Γιάννη Τσαρούχη, του Βασίλη και Διονύση Φωτόπουλου. Σε ξεχωριστό χώρο φιλοξενούνται εκθέματα για το αρχαίο δράμα, όπως κοστούμια από αρχαίες τραγωδίες ενώ σε ξεχωριστή προθήκη παρουσιάζονται οι Δελφικές Εορτές του Άγγελου και της Εύας Σικελιανού με φωτογραφίες και αφίσες από τις παραστάσεις του «Προμηθέα Δεσμώτη» και τις «Ικέτιδες» αλλά και οι σκηνοθεσίες του Δημήτρη Ροντήρη. Ένα καμαρίνι για τον Κάρολο Κουν και το "Θέατρο Τέχνης" παρουσιάζει μια μεγάλη φωτογραφία με τον Κουν να σκηνοθετεί, το γραφείο και την καρέκλα που συνήθως κάθονταν στις πρόβες του και πάνω σε αυτό υπάρχουν τα γυαλιά του, ένα πακέτο τσιγάρα, ιδιόχειρες σημειώσεις, ένα γράμμα προς τον Γιάννη Σιδέρη, μία μακέτα του σκηνογράφου Φαίδωνα Πατρικαλάκη. Κοστούμια πρωταγωνιστών του ελαφρού θεάτρου (οπερέτα-επιθεώρηση), επισημαίνονται με πλήθος εκθεμάτων και πολύτιμων στοιχείων, όπως και με τα καμαρίνια των Βασίλη Αργυρόπουλου, Βασίλη Λογοθετίδη, Χριστόφορου Νέζερ, Μάνου Κατράκη και Σοφίας Βέμπο.
Η πληθώρα και η ποικιλία των εκθεμάτων και των αρχείων του Θεατρικού Μουσείου είναι τόσο μεγάλη που όποιος επισκέπτεται το συγκεκριμένο χώρο δεν μπορεί παρά να συνειδητοποιήσει την τεράστια αξία τους αλλά και να συλλογιστεί τον υπεύθυνο και σοβαρό ρόλο που έχουν αναλάβει ο πρόεδρος, το διοικητικό συμβούλιο αλλά κυρίως οι εργαζόμενοι του. Ολόκληρη η ιστορία του ελληνικού θεάτρου, μπορεί να ζωντανέψει μέσα από μία απλή περιήγηση στις αίθουσές του, μετατρέποντας και τον πιο ανυποψίαστο επισκέπτη σε κοινωνό της σπουδαίας καλλιτεχνικής παραγωγής που συντελέστηκε τους τελευταίους δύο αιώνες στον ελληνικό και όχι μόνο χώρο.

Επιδαύρια, με αφορμή τα 50 χρόνια ιστορίας του

Καταξιωμένοι σκηνοθέτες του εξωτερικού, όπως ο Peter Hall, με εκατοντάδες σκηνοθεσίες στις πλάτες τους και παγκόσμιας φήμης ηθοποιοί, όπως η Ιsabella Rosellini ή ο Gérard Depardieu θεωρούν μεγάλη τους τιμή και μοναδική ευκαιρία να σκηνοθετήσουν ή να πρωταγωνιστήσουν σε έργο που θα παρουσιαστεί στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Οι Έλληνες καλλιτέχνες έχουν την τύχη να συμμετέχουν στο καθιερωμένο Φεστιβάλ Επιδαύρου, με παραστάσεις αρχαίου δράματος. Φέτος ο θεσμός συμπληρώνει 50 χρόνια παρουσίας στην ελληνική θεατρική πραγματικότητα, παρά τις συζητήσεις των ειδικών γύρω από θέματα που αφορούν στα κριτήρια ανάθεσης του θεάτρου, την υπέρμετρη εισροή πειραματικών παραστάσεων που ίσως είναι ανοίκειες με την φυσιογνωμία τόσο του χώρου όσο και του θεσμού και κυρίως για το κατά πόσο ο εκμοντερντισμός του Φεστιβάλ λειτουργεί σε βάρος της ποιότητας του. Η κριτική στην διοργάνωση του Φεστιβάλ επικεντρώνεται στο γεγονός ότι σήμερα είναι πολύ πιο εύκολο ένας σκηνοθέτης ή ένας θίασος όχι ιδιαίτερα αναγνωρισμένος ή καταξιωμένος και χωρίς ιδιαίτερα δείγματα θεατρικής γραφής , να του ανατεθεί η συμμετοχή του στην Επίδαυρο. Αν κρίνει κανείς από την ιστορία του θεσμού τότε η κριτική έχει μία βάση.
Η πρώτη παράσταση που δόθηκε στο αρχαίο θέατρο του Πολύκλειτου, ο αρχιτέκτονας που φιλοτέχνησε το θέατρο στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα, κοινώς του θεάτρου της Επιδαύρου, πραγματοποιήθηκε από τον μεγάλο σκηνοθέτη του Εθνικού Θεάτρου, Δημήτρη Ροντήρη το 1938, ο οποίος παρουσίασε την Ηλέκτρα του Σοφοκλή με την Κατίνα Παξινού, Ηλέκτρα και την Ελένη Παπαδάκη, Κλυταιμνήστρα. Ήταν η πρώτη παράσταση των νεοελλήνων, μετά από χιλιάδες χρόνια. Κάθε προσπάθεια για θεσμοθέτηση αυτής της πρωτοβουλίας που είχε βρει ιδεολογική υποστήριξη στον μεγάλο θεωρητικό του Θεάτρου Αιμίλιο Χουρμούζιο, αυτός ονόμασε και το φεστιβάλ, «Επιδαύρια», σταμάτησε λόγω του Πολέμου. Το 1954 όμως, η παράσταση «Ιππόλυτος» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Ροντήρη πάλι, από το Εθνικό Θέατρο, ουσιαστικά αποτέλεσε την έναρξη της θεσμοθέτησης των «Επιδαυρίων», δίνοντας του διαστάσεις ετήσιας διοργάνωσης. Συντελεστές της ιστορικής παράστασης ήταν οι μεγάλοι ηθοποιοί του Εθνικού Θεάτρου, και οι Θάνος Κωτσόπουλος, Στέλιος Βόκοβιτς, Έλσα Βεργή, Αθανασία Μουστάκα και ο Αλέκος Αλεξανδράκης ως Ιππόλυτος.
Η αρχή έχει γίνει. Στις επόμενες δεκαετίες, θα παρελάσουν όλοι οι σκηνοθέτες και οι ηθοποιοί που μετά από τις πετυχημένες παραστάσεις τους στην Επίδαυρο, θα θεωρηθούν ως η αφρόκρεμα της νεοελληνικής προσέγγισης των αρχαίων τραγωδιών. Η Επίδαυρος θα λειτουργήσει ως μηχανισμός αναγνώρισης και αποδοχής των ελλήνων καλλιτεχνών. Σίγουρα πολλές ήταν οι παραγωγές που ουσιαστικά βυθίστηκαν μέσα σε αυτόν τον «ιερό» χώρο, καθώς τα ενεργειακά επίπεδα της φυσικής σκηνογραφίας ήταν υπέρτερα της καλλιτεχνικής τους προσπάθειας.
Το 1955, ο Αιμίλιος Χουρμούζιος αναλαμβάνει την διεύθυνση του Εθνικού, το οποίο για μία εικοσαετία κατείχε το μοναδικό προνόμιο να ανεβάζει μόνο αυτό παραστάσεις στο θέατρο της Επιδαύρου. Η διαδικασία προετοιμασίας μιας παράστασης, διαρκούσε όλο το χρόνο και μάλιστα ο θίασος έκανε πρόβες στην ορχήστρα του θεάτρου, της Επιδαύρου για μήνες, σε αντίθεση με σήμερα που κάθε θίασος διαθέτει το πολύ τρεις μέρες για να στήσει τα σκηνικά του και να προσαρμόσει την παράσταση στο θέατρο. Μάλιστα, στα «Επιδαύρια», μέχρι το 1957, παρουσιάζονταν μόνο παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας και όχι αρχαίας κωμωδίας. Αυτό αναιρέθηκε από τον σκηνοθέτη Αλέξη Σολομό, ο οποίος και πρωτοπαρουσίασε το έργο του Αριστοφάνη, «Λυσιστράτη» και από τότε παραστάσεις αρχαίας κωμωδίας ήταν στο μόνιμο πρόγραμμα των Επιδαυρίων. Πρωταγωνιστές ήταν ηθοποιοί που κυριάρχησαν στην κωμικό είδος, η Μαίρη Αρώνη και ο Χριστόφορος Νέζερ.
Τη δεκαετία του '60, αλλά ακόμη και στη διάρκεια της δικτατορίας, τα Επιδαύρια διεξάγονταν κανονικά. Με διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου τον Ε. Φωτιάδη ανέβηκαν παραστάσεις όπως η Ηλέκτρα του Ευριπίδη, το 1969. Κυρίως όμως, η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής αλλά και η Άννα Συνοδινού, με την Αντιγόνη του Σοφοκλή το 1956, που παρακολούθησε το ασύλληπτο νούμερο των 16.000 θεατών, ήταν οι ηθοποιοί που άνοιξαν τον δρόμο και βοήθησαν στην εξέλιξη των ελλήνων τραγωδών και κωμωδών. Τέτοιοι ήταν οι Τάκης Μουζενίδης, με τον «Ηρακλή Μαινόμενο» το 1960, και πρωταγωνιστή τον Θάνο Κωτσόπουλο αλλά και Αλέξης Σολομός, το 1964, με την σπουδαία τραγωδία, οι "Ικέτιδες" του Αισχύλου.
Κατά την δεκαετία του '70, αναιρείται η μονοπωλιακή χρήση του θεάτρου της Επιδαύρου και η συμμετοχή στα Επιδαύρια, μόνο από το Εθνικό Θέατρο. Έτσι, το θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν απέκτησε το δικαίωμα να παρουσιάσει τις παραστάσεις του και στην Επίδαυρο, τη στιγμή που είχε γίνει γνωστό ήδη σε ολόκληρο τον κόσμο με περιοδείες τόσο στην Ευρώπη, όσο και την Αμερική, αποσπώντας και διθυραμβικές κριτικές. Το Θέατρο Τέχνης και ο Κάρολος Κουν παρουσιάζουν τους "Όρνιθες", και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος την Ηλέκτρα του Σοφοκλή με την Άννα Συνοδινού και τη Νέλλη Αγγελίδου, σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη. Την ίδια χρονιά επανέρχεται στην Επίδαυρο και ο Αλέξης Μινωτής με τον "Οιδίποδα επί Κολωνώ" του Σοφοκλή.
Το Θέατρο Τέχνης Κ. Κουν μονοπωλεί το ενδιαφέρον του επιλεκτικού κοινού, και παρουσιάζει τις "Βάκχες" του Ευριπίδη, όπου ξεχωρίζει η ερμηνεία του Μίμη Κουγιουμτζή ως Διονύσου, προχωρώντας σε πρωτοποριακές προσεγγίσεις αρχαίου δράματος. Και άλλοι όμως σπουδαίοι θίασοι, που σήμερα πλέον είναι ευρύτατα αποδεκτοί και γνωστοί, όπως ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου αλλά κυρίως το Αμφι-Θέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου στην δεκαετία του 1980, αποτελούν μόνιμους συμμετέχοντες. Ειδικά η παράσταση του Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου, "Ικέτιδες" του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Νίκου Χαραλάμπους, θεωρείται αξιόλογη παράσταση.
Ηθοποιοί που με τις ερμηνείες τους καθιερώνονται ως οι τραγωδοί τις εποχής τους είναι οι Ρένη Πιττακή, Δέσποινα Μπεμπεδέλη, Μαρία Σκούντζου. Επίσης, τραγικοί ρόλοι που ανέδειξαν ηθοποιούς στην Επίδαυρο ήταν ο Νικήτας Τσακίρογλου με τον "Προμηθέα Δεσμώτη" του Σοφοκλή από το Αμφι-Θέατρο, ο Γιώργος Λαζάνης με τον "Φιλοκτήτη" του Σοφοκλή από το Θέατρο Τέχνης. Επίσης νέες σκηνοθεσίες βρίσκουν την θέση τους στην ιστορία μέσα από τα Επιδαύρια. Έτσι ο Μίμης Κουγιουμτζής σκηνοθετεί τον "Πλούτο" του Αριστοφάνη με το Θ. Τέχνης, ο Βασίλης Παπαβασιλείου σκηνοθετεί «Οιδίποδα Τύραννο», ο Γιώργος Κιμούλης την «Αντιγόνη" του Σοφοκλή.
Πολλοί ήταν αυτοί που δυσανασχέτησαν όταν παρουσιάστηκαν πειραματικές παραστάσεις ελλήνων και ξένων σκηνοθετών στα Επιδαύρια. Παραστάσεις όπως του Βουτσινά με τους ηθοποιούς να καπνίζουν επί σκηνής ή στην Ηλέκτρα του Μιχαήλ Μαρμαρινού, όπου η Ηλέκτρα μεταφέρονταν με καροτσάκι οικοδομής στην σκηνή αλλά κυρίως η παράσταση που συγκλόνισε, αρνητικά, το κοινό, οι «Βάκχες» του γερμανού Mattias Langoff όπου οι ηθοποιοί ουρούσαν επί σκηνής, ξεκίνησαν μία νέα φιλολογία για το κατά πόσο πρέπει να υπάρχει ένας κώδικας και ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο δεν θα πρέπει να ξεφεύγει κάθε παράσταση που παίζεται στον ιστορικό χώρο της Επιδαύρου, άποψη που ουσιαστικά θέλει να ορίσει τον τρόπο που θα παρουσιάζει ο κάθε δημιουργός τις σκηνοθετικές του απόψεις.
Το μόνο σίγουρο είναι, το μεγαλύτερο φεστιβάλ στην Ελλάδα και ιδιαίτερα διαδεδομένο και περιζήτητο στο εξωτερικό διανύει μισό αιώνα ύπαρξης, γεγονός που οφείλεται κυρίως στον τόπο διεξαγωγής του. Ένας χώρος που για όποιον τον έχει επισκεφθεί, πραγματικά αισθάνεται το δέος που δημιουργεί η σκέψη ότι προϋπήρχε για χιλιάδες χρόνια, αλλά πρώτιστα την ενέργεια που εκπέμπει το θεατρικό αυτό οικοδόμημα.

Η Εθνική Λυρική Σκηνή…παρουσιάζεται

Η όπερα είναι κοσμική μουσική σύνθεση με σκηνική δράση. Ο γενικός όρος όπερα προέρχεται από τη ιταλική έκφραση opera in musica, δηλαδή έργο με μουσική. Κύρια συστατικά της δομής της όπερας είναι: η εισαγωγή της ορχήστρας, οι άριες, τα φωνητικά ντουέτα, τρίο, κουαρτέτα, κουιντέτα, σεξτέτα, σύνολα σολιστών, τα χορωδιακά μέρη, τα ρετσιτατίβα και τα ορχηστρικά κομμάτια. Η όπερα είναι μια ενότητα που συγκεντρώνει σε μια θεατρική παράσταση πολυάριθμες καλλιτεχνικές μορφές, όπως το δράμα, τη μουσική, τις εικαστικές τέχνες και το χορό. Οι χαρακτήρες των ηρώων αποκαλύπτονται περισσότερο ολοκληρωμένα στα σόλο. Σε μερικά είδη όπερας χρησιμοποιείται και ο ομιλούμενος διάλογος. Τα μουσικά σύνολα συνοδεύουν τους διάλογους και τη δράση. Η ορχήστρα παίζει σημαντικό ρόλο στην όπερα ενώ η χρήση της είναι ποικίλη. Προς το τέλος του 16ου και τις αρχές του 17ου αιώνα εμφανίζονται στην Ιταλία οι μορφές στις οποίες στηρίχτηκε όλη η σύγχρονη μουσική: η όπερα, το ορατόριο και η μελωδία με συνοδεία. Με την Ευρυδίκη του Jacopo Peri σε λιμπρέτο του Ottavio Rinuccini αρχίζει η ιστορία της όπερας. Πολλοί υποστηρίζουν ότι το μελόδραμα, όπως αλλιώς ονομάζεται η όπερα, κατάγεται από τα Θρησκευτικά δράματα του 15ου αιώνα. Σύμφωνα με άλλους μελετητές αποτελεί εξέλιξη των τραγουδιών της αρχαίας Ελλάδας. Η οπερέτα είναι σύντομη όπερα με ανάλαφρο ύφος, κωμικά στοιχεία και διάλογους σε πεζό λόγο. Στην Ελλάδα οι εκπρόσωποί της υπήρξαν οι Θεόφραστος Σακελλαρίδης (1883-1950) και Νίκος Χατζηαποστόλου (1879-1941). Η οπερέτα ξεκίνησε στην Ελλάδα στο τέλος του 19ου αιώνα ως απομίμηση της βιεννέζικης και της παρισινής. Με τους Σακελλαρίδη και Χατζηαποστόλου πήρε αυτό το μουσικό είδος ελληνικό χαρακτήρα.
Το λυρικό θέατρο στην Ελλάδα, σήμερα εκπροσωπείται από την Εθνική Λυρική Σκηνή. Το σημαντικότερο έργο που καλείται να προσφέρει η Εθνική Λυρική Σκηνή είναι να βοηθήσει τον έλληνα θεατή να έρθει σε επαφή με την ιδιαίτερη και εξειδικευμένη τέχνη της όπερας. Στις δραστηριότητες και τους σκοπούς της Λυρικής Σκηνής περιλαμβάνονται οι παραστάσεις όπερας, οπερέτας, μπαλέτου, μιούζικαλ και μουσικού θεάτρου του ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου από τη γέννηση της όπερας μέχρι και σήμερα. Επίσης η Ε.Λ.Σ. διοργανώνει συναυλίες συμφωνικής μουσικής με την ορχήστρα της και συναυλίες μουσικής δωματίου με την ορχήστρα δωματίου. Τα ενδιαφέροντα όμως της Ε.Λ.Σ. επεκτείνονται και σε θεωρητικό επίπεδο μέσα από διαλέξεις που αφορούν στην ανάλυση των νέων παραγωγών αλλά και τη σύσταση, οργάνωση και λειτουργία εθνικού μουσικού αρχείου, μουσικής βιβλιοθήκης και μουσείου με κοστούμια, μακέτες σκηνικών, παρτιτούρες και αντικείμενα από μεγάλες παραστάσεις της. Σημαντική πρωτοβουλία που πάρθηκε από την Ε.Λ.Σ. τελευταία είναι η παρουσίαση παραστάσεων όπερας για παιδιά αλλά και ειδικές εκδηλώσεις όπερας και μπαλέτου με την μορφή εκπαιδευτικών-μαθητικών συναυλιών. Η προσπάθεια δε διδασκαλίας και εκπαίδευσης στη τέχνη της όπερας γίνεται μέσα από την λειτουργία Στούντιο Όπερας και Μπαλέτου, σε επαγγελματικό επίπεδο, για νέους λυρικούς καλλιτέχνες.
Η Ε.Λ.Σ. δραστηριοποιείται σε τέσσερις Σκηνές: Στη Κεντρική Σκηνή, στο Θέατρο «Ολύμπια», Αίθουσα "Μαρία Κάλλας" όπου ανεβαίνουν παραστάσεις Όπερας και Μπαλέτου, τη Νέα Σκηνή, στο "Θέατρο Ακροπόλ" όπου πραγματοποιούνται παραστάσεις Ελληνικής Οπερέτας, την Παιδική Σκηνή, στο "Θέατρο Ακροπόλ" όπου πραγματοποιούνται καθημερινά παραστάσεις όπερας επεξεργασμένης για νέους και παιδιά και την Πειραματική Λυρική Σκηνή, Studio της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, που σκοπό έχει την προώθηση νέων μορφών και τεχνικών της οπερατικής τέχνης. Το φετινό πρόγραμμα της Ε.Λ.Σ. περιλαμβάνει: Τον Ιανουάριο του 2006 τις όπερες «Η Ιταλίδα στο Αλγέρι» του Τζοάκινο Ροσσίνι, τον Φεβρουάριο του 2006 την «Τραβιάτα» του Τζουζέπε Βέρντι και τους «Παλιάτσους» του Ρουτζέρο Λεονκαβάλλο ενώ τον Μάρτιος του 2006 τους «Γάμους Του Φίγκαρο» του Β.Α.Μότσαρτ. Επίσης η Ε.Λ.Σ. θα παρουσιάσει τις οπερέτες «Χριστίνα» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, «Απάχηδες των Αθηνών» του Νίκου Χατζηαποστόλου και τον «Ορφέα» του Ζακ Όφενπμαχ που είναι όπερα για παιδιά.
Η αλήθεια είναι ότι ενώ η Εθνική Λυρική Σκηνή έχει προσφέρει τόσα πολλά στην Ελλάδα και ο ιστορικός και καλλιτεχνικός ρόλος της είναι αδιαμφισβήτητος, σήμερα αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα χώρου. Οι λύσεις που δίνονται είναι προσωρινές, αφού αναγκάζεται να δανείζεται θεατρικά κτίρια και αίθουσες που δεν αντιστοιχούν στο μέγεθος και την αξία των παραστάσεων που συνεχώς και ακούραστα συνεχίζει να παρουσιάζει.
Η ιστορία του λυρικού θεάτρου στην Ελλάδα πορεύεται και εξαρτάται από την ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου και της ελληνικής δραματικής τέχνης. Η δημιουργία της βασίστηκε στο Ελληνικό Μελόδραμα, του οποίου αποτελεί συνέχεια και ιδρύθηκε από τους Ναπολέοντα Λαμπελέτ, Διονύσιο Λαυράγκα και μια ομάδα μουσικών. Το 1888 παρουσιάστηκε η πρώτη ελληνική όπερα στο παλιό θέατρο "Μπούκουρα", "Ο υποψήφιος βουλευτής" του Σπύρου Ξύνδα. Από το 1888-1890 το Ελληνικό Μελόδραμα περιόδευσε στις εστίες του απόδημου Ελληνισμού της Αιγύπτου, Ρωσίας, Τουρκίας και Ρουμανίας, παρουσιάζοντας τα έργα: "Υποψήφιος βουλευτής" του Σπύρου Ξύνδα, "Απαγωγή από το Σεράι" του Μότσαρτ, "Μάρκος Μπότσαρης" του Παύλου Καρρέρ, "Φαβορίτα" και "Λουκία ντι Λαμερμούρ" του Ντονιτσέτι και "Υπνοβάτιδα" του Μπελίνι.
Το 1939, παράλληλα με την ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου της Ελλάδας, αρχικά ονομαζόμενο ως Βασιλικό Θέατρο ιδρύθηκε η Ε.Λ.Σ. (σαν τμήμα του τότε Βασιλικού Θεάτρου) με διευθυντή τον Κωστή Μπαστιά που παρέμεινε στη θέση αυτή για περισσότερα από 25 χρόνια, ενώ από το 1944 λειτουργεί σαν αυτόνομος οργανισμός. Η πρώτη παράσταση της Ε.Λ.Σ. ήταν με την οπερέτα του Στράους "Νυχτερίδα" στις 5 Μαρτίου του 1940. Από το Ελληνικό Μελόδραμα και την Ε.Λ.Σ. πέρασαν όλα τα μεγάλα ονόματα του λυρικού τραγουδιού, που διέπρεψαν και στο εξωτερικό. Ήταν ο Γιάννης Αγγελόπουλος, τον οποίο ο ιταλικός τύπος είχε χαρακτηρίσει σαν "τον πρώτο Ριγγολέτο του κόσμου", η Ζωή Βλαχοπούλου, γνωστή και σαν "Μπατερφλάι του πολέμου", επειδή εκείνη τραγουδούσε το ρόλο όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, αλλά και οι Οδ. Λάππας, Ν. Μοσχονάς, Μαργ. Πέρρα, Ν. Επιτροπάκης, Κ. Εγκολφόπουλος, Ελ. Σουλιώτη, Ελ. Βλαχοπούλου, καθώς και οι νεώτεροι Τατιάνα Τρογιάνος, Αντιγόνη Σγούρδα, Βασ. Γιαννουλάκος, Δημ. Καβράκος, Τζον Μοδινός, Δάφνη Ευαγγελάτου και πολλοί άλλοι.
Η σημαντικότερη μορφή, βέβαια είναι εκείνη της Μαρίας Κάλλας. Υπέγραψε το πρώτο της επαγγελματικό συμβόλαιο με την Ε.Λ.Σ. στις 20 Ιουνίου 1940. Είκοσι χρόνια μετά, επέστρεψε για να υπογράψει καινούργιο συμβόλαιο, πάλι με τον Κωστή Μπαστιά, για τις παραστάσεις της Ε.Λ.Σ. στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Το 1960 ερμήνευσε τη "Νόρμα" του Μπελίνι και το 1961 τη "Μήδεια" του Κερουμπίνι. Σημαντική, όμως, είναι η παρουσία της Ε.Λ.Σ. και στο Φεστιβάλ Αθηνών, σχεδόν κάθε χρόνο, από το 1955 που άνοιξε τις πύλες του. Στο πρώτο Φεστιβάλ, το 1955, ανέβασε την όπερα του Γλούκ "Ορφέας και Ευρυδίκη", υπό τη διεύθυνση του Φιλοκτήτη Οικονομίδη. Στη διάρκεια της λειτουργίας της, η Ε.Λ.Σ. έχει συμπεριλάβει όλο σχεδόν το παγκόσμιο ρεπερτόριο της όπερας, αλλά και αναβίωσε τις δημιουργίες ελλήνων συνθετών που μεσουρανούσαν στο ελληνικό μελόδραμα στα τέλη του 18ου αι και 19ου αι.
Η Εθνική Λυρική Σκηνή συμπληρώνει τη ενεργή και σχεδόν μοναχική πορεία της στο χώρο και τον χρόνο των παραστατικών τεχνών με την Χορωδία και το Μπαλέτο της που ιδρύθηκαν επίσης το 1939. Η πρώτη αποτελείται από επαγγελματίες τραγουδιστές και τη διδασκαλία των έργων και τη διεύθυνσή της, έχουν αναλάβει, κατά χρονολογική σειρά, η 'Ελλη Νικολαϊδου, ο Μιχάλης Βούρτσης, ο Πέτρος Τζαφέρης και η Φανή Παλαμίδη. Το δεύτερο, που στην ίδρυσή του, διευθύνθηκε από τον χορευτή–χορογράφο Σάσα Μάχωφ, την περίοδο 1995–1999 από τον Λ. Ντεπιάν, και από το 1999 από την Α. Πέτροβα, πραγματοποιεί περιοδείες και εκτός Ελλάδος: Αίγυπτος (1999 και 2000), Τουρκία (2001), Μελβούρνη, Αδελαΐδα και Σίδνευ (2002). Στο ρεπερτόριο του Μπαλέτου περιλαμβάνονται πολλά κλασικά έργα όπως Ζιζέλ, Ρωμαίος και Ιουλιέτα, Ωραία Κοιμωμένη, Δον Κιχώτης, Κουρσάρος, Καρυοθραύστης, Ζορμπάς άλλα και μπαλέτα του σύγχρονου ρεπερτορίου.

Το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος

Ένας σημαντικός θεσμός του ελληνικού θεάτρου είναι το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Το κρατικό αυτό θέατρο, ο αντίποδας του Εθνικού Θεάτρου της Ελλάδας, αποτελεί την καλύτερη απάντηση στο αθηνοκεντρικό σύστημα παραγωγής θεατρικής δραστηριότητας. Τόσο το κύρος που έχει αποκτήσει μετά από τα τόσα χρόνια λειτουργίας του, παρά τα πολλά προβλήματα που αντιμετώπισε, όσο και η καλλιτεχνική συνεισφορά του στη μεταπολεμική θεατρική ιστορία, ανάγουν αυτόν τον θεατρικό οργανισμό σε κέντρο πολιτιστικής και πολιτισμικής κίνησης. Η δημιουργία του πρώτου κρατικού θεάτρου της Θεσσαλονίκης εξαρτήθηκε από συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες. Τον Απρίλιο του 1939, ιδρύεται η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, στην αίθουσα Βιβλιοθήκης Θεσσαλονίκης. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους, ο Κωστής Μπαστιάς, γενικός διευθυντής τότε του Εθνικού Θεάτρου εγκαινιάζει το Βασιλικό Θέατρο. Το 1942, υπό τον κίνδυνο της δημιουργίας κλιμακίου του Εθνικού Θεάτρου της Σόφιας στη Θεσσαλονίκη από τους Γερμανούς, η ελληνική κυβέρνηση επισπεύδει τη δημιουργία κρατικού θεάτρου στη πόλη. Το 1943 οι Γερμανοί, γνωρίζοντας ότι εισέρχονται οι σύμμαχοι στη Θεσσαλονίκη, δίνουν την άδεια για τη δημιουργία του πρώτου Κρατικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης. Μετά την απελευθέρωση το Κρατικό Θέατρο μετονομάζεται σε «Λαϊκό Θέατρο Βορείου Ελλάδος». Το νέο θέατρο δεν διαθέτει τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους για την επιβίωσή του και κλείνει το 1945. Έπρεπε να περάσουν δεκαπέντε χρόνια, όταν τον Ιανουάριο του 1961, με απόφαση του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, ιδρύεται το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (Κ.Θ.Β.Ε.) και η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών υποχρεώνεται να παραχωρήσει την ιδιοκτησία της στο καινούργιο θέατρο. Πρώτος Διευθυντής του θεάτρου διορίζεται ο Σωκράτης Καραντινός, σκηνοθέτης του Εθνικού Θεάτρου. Ο Καραντινός, μαζί με τον ιστορικό και θεωρητικό του θεάτρου Λίνο Πολίτη και τον Γιώργο Θέμελη, εισάγουν την ιδεολογική πλατφόρμα του Θεάτρου. Ο σκοπός είναι να δημιουργηθεί ένα κρατικό θέατρο που να ανήκει όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη αλλά σε όλη την Βόρεια Ελλάδα.
Η πρώτη παράσταση του Κρατικού Θεάτρου είναι ο «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή σε μετάφραση Φώτου Πολίτη και σκηνοθεσία του Σωκράτη Καραντινού. Παρουσιάζεται στο αρχαίο θέατρο των Φιλίππων, στο αρχαίο θέατρο Θάσου, και στο «Καυτατζόγλειο» στάδιο Θεσσαλονίκης. Την άνοιξη της επόμενης χρονιάς η παράσταση περιοδεύει σε δεκαπέντε πόλεις της Μακεδονίας. Ο Καραντινός κατάφερε να εισάγει το εναλλασσόμενο δραματολόγιο (τη παρουσίαση δηλαδή παραστάσεων πολλών θεατρικών έργων σε μικρό χρονικό διάστημα, συνήθως με τους ίδιους ηθοποιούς ), να προωθήσει πρωτοποριακά έργα και το νεοελληνικό θεατρικό κείμενο, αλλά και να εντάξει τις παραστάσεις του Κρατικού στο Ηρώδειο. Επίσης στις μέρες του Καραντινού, παρέλασαν μεγάλες και καταξιωμένες προσωπικότητες του ελληνικού θεάτρου, όπως οι σκηνοθέτες, Αλέξης Σολομός, Πέλος Κατσέλης, Μίνως Βολανάκης, σκηνογράφοι όπως ο Σπύρος Βασιλείου, ο Νίκος Εγγονόπουλος και ηθοποιοί όπως η Κυβέλη, ο Αιμίλιος Βεάκης, η Άννα Συνοδινού, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ. Επίσης μία ευρεία γκάμα έργων βρίσκουν την σκηνική τους παρουσίαση στο Κρατικό Θέατρο: Έργα του Σοφοκλή, Ευριπίδη, Αισχύλου, Ξενόπουλου, Τερζάκη, Σικελιανού, Μπέκετ, Ελιοτ, Σαίξπηρ, Λόρκα, Ίψεν, Τσέχωφ. Η συνεχώς ανοδική πορεία του θεάτρου, που αναγνωρίζεται καθολικά κερδίζοντας τον θεατρικό χώρο, διακόπτεται απότομα από το πραξικόπημα της 21 Απριλίου 1967.
Από το 1967 έως το 1974 γενικός διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος διορίζεται ο συγγραφέας και κριτικός θεάτρου Γιώργος Κιτσόπουλος. Στο Θέατρο προσλαμβάνεται ο Θάνος Κωτσόπουλος, πρωταγωνιστής του Εθνικού Θεάτρου ως ηθοποιός και σκηνοθέτης αλλά και σκηνοθέτες Κώστας Μιχαηλίδης και Γιώργος Θεοδοσιάδης. Το 1969 εγκαινιάζεται με τις «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Σπ. Ευαγγελάτου μια πρωτοποριακή σκηνή. Η «Νέα Σκηνή» του Κρατικού είναι ένας χώρος που στοχεύει στο πειραματισμό και την αναζήτηση καινούργιας θεατρικής φόρμας σε συγγραφικό και σκηνοθετικό επίπεδο. Παρουσιάζονται συγγραφείς όπως ο Στρατής Καρράς, ο Ντίνος Ταξιάρχης, ο Χρήστος Σαμουηλίδης, αλλά και ξένοι όπως ο Ευγένιος Ιονέσκο, ο Αλμπέρ Καμύ, ο Τζέιμς Τζόυς. Τον Σεπτέμβριο 1973, ιδρύεται η Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. που παρέχει δωρεάν πλήρη θεατρική και γενικότερα καλλιτεχνική παιδεία και αποτελεί φυτώριο για νέους ηθοποιούς.
Μετά τη πτώση της δικτατορίας, από τον Οκτώβριο του 1974 έως τον Μάιο του 1977, αναλαμβάνει γενικός διευθυντής του Κ.Θ.Β.Ε. ο Μίνως Βολανάκης. Η δραστηριότητα του θεάτρου επεκτείνεται σε όλη την Ελλάδα και ο αριθμός των θεατών του πολλαπλασιάζεται, ενώ οι περιοδείες από την ίδρυσή του ανέρχονται σε 663 πόλεις, με αποκορύφωση την έξοδο του στο εξωτερικό και ειδικότερα ση Σοβιετική Ένωση και τη Βουλγαρία με τις παραστάσεις «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή και «Μήδεια» του Αισχύλου. Επί διευθύνσεως Βολανάκη το Κρατικό αρχίζει να αντιμετωπίζεται ισότιμα με το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδος και αυτό μπορεί να συνοψιστεί στο γεγονός ότι μπορεί να παρουσιάζει κάθε χρόνο μια παράσταση στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου και να φιλοξενείται κάθε άνοιξη στις σκηνές του Εθνικού. Επίσης, για πρώτη φορά οι ηθοποιοί του Θεάτρου συνδικαλίζονται, ιδρύουν δικό τους σύλλογο και μπορούν να διεκδικήσουν τα συμβόλαια τους και τις συνθήκες εργασίας τους. Τέλος στη περίοδο αυτή, συνεργάζονται με το θέατρο καλλιτέχνες που θεωρούνται κορυφαίοι για το έργο τους τόσο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, όπως οι σκηνογράφοι Ντένυ Βαχλιώτη, Βασίλης Φωτόπουλος, Διονύσης Φωτόπουλος ή οι μουσικοί Μίκης Θεοδωράκης και Θεόδωρος Αντωνίου.
Η περίοδος Βολανάκη λήγει το 1977 με μια σειρά διοικητικών προβλημάτων. Προηγουμένως έχει καταργηθεί η «Νέα Σκηνή» και ήδη οι περιοδείες στην επαρχία έχουν ελαττωθεί σημαντικά. Η κρίση στο Κρατικό φαίνεται να οφείλεται στις καλλιτεχνικές πρωτοβουλίες του Βολανάκη, που αναλαμβάνονταν μαζί με Διοικητικό Συμβούλιο αλλά συνήθως χωρίς την έγκριση της Καλλιτεχνικής Επιτροπής που είχε συσταθεί μεταπολιτευτικά. Αυτή η «ομαδική» προοπτική λήψης αποφάσεων, οφείλεται στη γενικότερη δημοκρατική προσέγγιση των δραστηριοτήτων που ενέπνεε η συγκεκριμένη πολιτική περίοδος. Εξάλλου το διοικητικό συμβούλιο είχε μόλις επανασυσταθεί, αφού κατά την διάρκεια της δικτατορίας, καταργήθηκε για να αντικατασταθεί από τον Οργανισμό Κρατικών Θεάτρων Ελλάδος, στο οποίο ανήκε και το Κ.Θ.Β.Ε., που ήταν υπεύθυνο για την λήψη αποφάσεων όλων των κρατικών θεάτρων.
Από τον Μάιο του 1977 ως τον Σεπτέμβριο του 1980, γενικός διευθυντής του θεάτρου γίνεται ο Σπύρος Ευαγγελάτος που το οργανώνει σε πολλά επίπεδα. Εφαρμόζει πάλι το εναλλασσόμενο δραματολόγιο, επαναλειτουργεί τη «Νέα Σκηνή», στεγάζεται στη «Κεντρική Σκηνή» και αργότερα στο διαμορφωμένο χώρο του «Υπερώου». Εμφανίζονται σκηνοθέτες που εκφράζουν διαφορετικές σκηνοθετικές σχολές όπως ο Σταύρος Ντουφεξής, ο Γιώργος Χουβαρδάς, ο Θεόδωρος Τερζόπουλος, ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, ο Τάκης Μουζενίδης. Η περίοδος Ευαγγελάτου είναι μια ευκαιρία να ξαναγυρίζει το θέατρο στο αρχικό του όραμα για φορέα τέχνης που θα κοινωνεί την έκφρασή του σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα. Από το Νοέμβριο του 1977 άρχισε να λειτουργεί το "Θέατρο της Θράκης" με έδρα την Κομοτηνή. Στην αποκεντρωτική αυτή προσπάθεια προστέθηκε ύστερα από μια διετία και το "Θέατρο Ανατολικής Μακεδονίας" με έδρα τις Σέρρες. Οι δύο αυτές σκηνές λειτούργησαν ως το 1984. Επίσης ο Ευαγγελάτος ίδρυσε τη Ποντιακή σκηνή και τη Παιδική σκηνή. Στα επόμενα χρόνια του Κρατικού Θεάτρου επί θητείας του Νίκου Μπακόλα (1980-1983) αλλά και κυρίως του Νίκου Χουρμουζιάδη (1984-1985), καταργήθηκαν τα επιτυχημένα παρατήματα του θεάτρου στη Θράκη και ανατολική Μακεδονία, με απόφαση της Πολιτείας, αφού σχεδιάζονταν η ίδρυση δημοτικών Περιφερειακών θεάτρων και παράλληλα προωθήθηκε σχέδιο ίδρυσης μόνιμης σκηνής όπερας, περιλήφθηκε σκηνή κουκλοθεάτρου, μετονομάστηκε η Νέα σκηνή σε «Υπερώον» και δραστηριοποιήθηκε το «Αέναον Χοροθέατρο».
Τον Ιούνιο του 1986 μεταξύ του Γιάννη Χουβαρδά και του Μίνωα Βολανάκη επιλέγεται ξανά για διευθυντής ο δεύτερος, αλλά η διεύθυνσή του χαρακτηρίστηκε από συγκρούσεις με το Διοικητικό Συμβούλιο και με τους εργαζόμενους του θεάτρου, οδηγώντας τον πρώτο σε εκούσια απομάκρυνσή του από τη διεύθυνση του θεάτρου. Επιπρόσθετα, οι απεργίες των ηθοποιών τον 1988 και η αποχώρηση του Ντάνιελ Ρομελ από το Χοροθέατρο, οδήγησαν το Κ.Θ.Β.Ε. σε μία δύσκολη περίοδο κρίσης και αβεβαιότητας. Βέβαια, η καλλιτεχνική δραστηριότητα του Βολανάκη της δεύτερης περιόδου ξεχώρισε για την επαναλειτουργία του Βασιλικού Θεάτρου ως σκηνή του θεάτρου, την πρόσληψη σημαντικών ηθοποιών όπως ο Γιώργος Κιμούλης, η Ελένη Ράντου ο Στέφανος Κυριακίδης αλλά και σκηνοθετών, όπως ο Ανδρέας Βουτσινάς, η Πέπη Οικονομοπούλου, ο Νίκος Χαραλάμπους.
Την ανατρεπτική κατάσταση που είχε δημιουργηθεί με τις εκατέρωθεν αντιπαραθέσεις, ανέλαβε να ισορροπήσει ο πρόεδρος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής Νίκος Χουρμουζιάδης, επιλέγοντας εύστοχο ρεπερτόριο και την υποστήριξη των εργαζομένων. Ο Δημήτρης Μαρωνίτης, ως επόμενος αλλά μάλλον μεταβατικός καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου, αφού παρέμεινε μόνο για έντεκα μήνες σε ένα ευρύτερα μεταβατικό κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον εξαιτίας των γεγονότων του 1989, αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα, σε σημείο υπονόμευσης του καλλιτεχνικού του οράματος. Με τη δεύτερη θητεία του Νίκου Μπακόλα το Κ.Θ.Β.Ε επανήλθε στη σταθερότητα. Έτσι, ένα μεγάλος οικονομικό χρέος εξαλείφθηκε, εφαρμόστηκε πλούσιο ρεπερτόριο κλασικών και σύγχρονων έργων, προωθήθηκε το νεοελληνικό κείμενο, στοιχεία που αύξησαν τον αριθμό των θεατών και βελτίωσαν την άποψη του κοινού για το Θέατρό τους.
Με την εκλογή του Βασίλη Παπαβασιλείου ως καλλιτεχνικό διευθυντή, αλλάζει το νομικό πλαίσιο λειτουργίας των κρατικών σκηνών από Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου σε Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, που σήμαινε τον τερματισμό του δημόσιου χαρακτήρα των θεάτρων και ο μετασχηματισμός τους σε οργανισμούς που διέπονται από του νόμους της ιδιωτικής αγοράς. Ο Παπαβασιλείου διατέλεσε για 5 χρόνια από το 1994 έως το 1999, διευθυντής και η θητεία του κρίθηκε επαρκής με πλήρη λειτουργία των σκηνών του. Προσπάθησε να στραφεί το θέατρο στην έρευνα, την ανακάλυψη, την αναζήτηση του θεατρικού πνεύματος. Σκηνοθετεί πολλές παραστάσεις, με επιφανέστερες την «Ορέστεια» του Αισχύλου, τον «Αίαντα» του Σοφοκλή, την «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη. Το 1996, εντάσσει το Κ.Θ.Β.Ε. στην Ένωση Ευρωπαϊκών Θεάτρων, ανακατασκευάζει τις σκηνές και χρησιμοποιεί τη σκηνή του «Μύλου» για θεατρικά αναλόγια. Επίσης, καταφέρνει τη δημιουργία θεάτρου στη μονή Λαζαριστών , όπου μεταφέρεται μόνιμα η δραματική σχολή.
Σήμερα Το Κ.Θ.Β.Ε διαθέτει τέσσερις χειμερινές σκηνές και δύο ανοιχτά θερινά θέατρα. Η μόνιμη πλέον έδρα του Κ.Θ.Β.Ε είναι το Βασιλικό Θέατρο στη Πλατεία Λευκού Πύργου, (753 θέσεις). Πρόκειται για μια τεράστια σκηνή πολλαπλών δυνατοτήτων με υποσκήνιο 10 μέτρων, και τεχνική υποδομή για θεατρικές παραστάσεις χορού καθώς και συναυλίες και κινηματογραφικές προβολές, Εκτός του Βασιλικού Θεάτρου οι παραγωγές το Κ.Θ.Β.Ε. στεγάζονται στη Μονή Λαζαριστών-Σκηνή Σωκράτης Καραντινός (621 θέσεις), το Μικρό θέατρο Μονής Λαζαριστών (150 θέσεις) με μετατρεπόμενη πλατεία, το Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών (737 θέσεις), το Θέατρο Γης στο Νταμάρι Τριανδρίας (6000 θέσεις) και το Θέατρο Δάσους στο Δάσος Σέιχ Σου (4000 θέσεις).
Οι επόμενοι καλλιτεχνικοί διευθυντές του Κ.Θ.Β.Ε. ήταν ο Κώστας Τσιάνος το 1998 (5/2-13/7), ο Διαγόρας Χρονόπουλος (1998-2001), ο Βίκτωρ Αρδίττης (2001-2004) και από το 2004 έως και σήμερα ο Νικήτας Τσακίρογλου. Αντιπρόεδρος του Κ.Θ.Β.Ε. σήμερα είναι ο Θεόδωρος Κορρές και μέλη του οργανισμού οι Σπυρίδων Παγιατάκης, Σταυρούλα Αλαβέρα Ανδριαννή Τουντοπούλου, Αικατερίνη Ιμπροχώρη και ο Γιάννης Χρυσούλης.
Η δραστηριότητά του Κ.Θ.Β.Ε. δεν περιορίζεται στις θεατρικές του παραγωγές αλλά επεκτείνεται σε τομείς του πολιτισμού, όπως η εκπαίδευση, η λογοτεχνία και οι εικαστικές τέχνες με τη διοργάνωση εκθέσεων, συνεδρίων, φεστιβάλ, θεατροπαιδαγωγικών προγραμμάτων κ.α. Ως προς τον καλλιτεχνικό του προγραμματισμό, το Κ.Θ.Β.Ε. παρουσιάζει σε ετήσια βάση, ένα πρόγραμμα που συνδυάζει τις εσωτερικές παραγωγές του θεάτρου (συμπεριλαμβανομένων των παραγωγών του Χοροθεάτρου και της Όπερας Θεσσαλονίκης), συμπαραγωγές με άλλους θεατρικούς οργανισμούς, αφιερώματα, ανταλλαγές με μεγάλους θεατρικούς οργανισμούς καθώς και μετακλήσεις παραστάσεων από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Παράλληλα, σε μια προσπάθεια προσέγγισης των παιδιών και των νέων, το Κ.Θ.Β.Ε. δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη λειτουργία της Παιδικής του Σκηνής, με παραστάσεις για σχολεία και εκπαιδευτικούς οργανισμούς καθώς και στην παρουσία του στις σχολικές αίθουσες με την οργάνωση εκπαιδευτικών προγραμμάτων που εξοικειώνουν τους μικρούς μαθητές με τον κόσμο και την τέχνη του θεάτρου.
Τα τελευταία χρόνια, έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερα η θεατρολογική έρευνα και η εκδοτική δραστηριότητα του Κ.Θ.Β.Ε. Τα τμήματα Δραματολογίας και Εκδόσεων παρέχουν θεωρητική κάλυψη για τις θεατρικές παραγωγές και επιμελούνται την έκδοση των σχετικών με την εκάστοτε παράσταση εντύπων (αφισών, καρτών, προγραμμάτων).Το 1997 πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 6o φεστιβάλ της Ένωσης των Θεάτρων της Ευρώπης, που υπήρξε ένα κορυφαίο πολιτιστικό γεγονός τόσο για τη Θεσσαλονίκη, όσο και για την Ελλάδα. Είναι ακόμη μέλος του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου και του Ελληνικού Κέντρου Θεάτρου για τα παιδιά και τους νέους.