Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων: Για μία συνεχή «Άνοιξη» στο νεοελληνικό θεατρικό έργο

Αν και η ελληνική θεατρική συγγραφική δραστηριότητα είχε ξεκινήσει να αναπτύσσεται ήδη από το τέλος του 16ου αι. και κατά το 17ο, κάτω από την επίδραση της Ιταλικής αναγέννησης, τόσο η δραματουργία ως αποκλειστική επαγγελματική ιδιότητα όσο και η ανάγκη ίδρυσης ενός συλλογικού οργάνου που θα προστατεύει τα δικαιώματα των συγγραφέων γεννήθηκαν πολύ αργότερα. Η πρώτη ονομασία της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών συγγραφέων ήταν Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, Μουσικών και Μεταφραστών. Ιδρύθηκε το 1894 από ομάδα λογοτεχνών και δραματουργών, αλλά η λειτουργία του ήταν ατροφική και ελλιπής. Ωστόσο οι «θεωρητικοί» του θεάτρου ήταν αυτοί που θεωρήθηκε πως από όλους τους υπόλοιπους καλλιτέχνες, αυτοί ήταν που επιδίωξαν και πέτυχαν την οργάνωση τους σε συλλογικό επίπεδο. Ακόμη και το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών (Σ.Ε.Η), το ισχυρότερο, σήμερα, συνδικαλιστικό όργανο καλλιτεχνικής φύσης, που θεωρείται από τους πιο δυνατούς μηχανισμούς διεκδίκησης των δικαιωμάτων των ηθοποιών, ιδρύθηκε το 1909. Η νομική οργάνωση της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων (Ε.Ε.Θ.Σ.), σε πνευματικό ίδρυμα και επαγγελματικό σωματείο έγινε το 1908.
Το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο, νομοθετικά κατοχυρωμένο, με καταστατικό λειτουργίας της εταιρείας, συγκροτήθηκε από τους Γρηγόριο Ξενόπουλο, Σπύρο Μελά (που μαζί με τον Ιάκωβο Καμπανέλλη ανακηρύχθηκαν και μέλη της Ακαδημίας Αθηνών) τους Κωνσταντίνο Χρηστομάνο, Παντελή Χορν, Χαράλαμπο Άννινο Ι. Τσοκόπουλο, Νίκο Λάσκαρη, Στ. Γρανίτσα, Τ. Μωραϊτίνη, Π. Νιρβάνα, Κ. Παρρέν. Μακροβιότεροι πρόεδροι της Εταιρείας διετέλεσαν οι: Χαρ. Αννινος (1909-1920) Θ. Συνοδινός (1932-1946) Γ. Ασημακόπουλος (1947-1971) και Δ. Ιωαννόπουλος (1971-1982). Το 1938 η Εταιρεία και ο τότε πρόεδρός της Θεόδωρος Συνοδινός προχώρησε στην ίδρυση του Θεατρικού Μουσείου. Έφορος του νέου μουσείου ορίστηκε ο μεγάλος ιστορικός του νεοελληνικού θεάτρου Γιάννης Σιδέρης, μέλος της Εταιρείας. Τα επόμενα χρόνια το Θεατρικό Μουσείο εξελίχτηκε σε "Κέντρο Μελέτης και Έρευνας του Νεοελληνικού Θεάτρου", διαθέτοντας ένα ενημερωμένο αρχείο χειρογράφων, προγραμμάτων, φωτογραφιών και μακετών από ιστορικές παραστάσεις του Ελληνικού Θεάτρου. Σήμερα λειτουργεί και ως Μουσείο, εκθέτοντας στα ειδικά διαμορφωμένα καμαρίνια προσωπικά αντικείμενα και φωτογραφίες κλασικών ηθοποιών του Θεάτρου αλλά και συγκεκριμένα εκθέματα μαριονέτας και κουκλοθέατρου. Η Βιβλιοθήκη του φυλάσσει τον δραματουργικό θησαυρό της ελληνικής θεατρικής παραγωγής. Το «Κέντρο Μελέτης και Έρευνας του Νεοελληνικού Θεάτρου» λειτουργεί σαν θυγατρικό ίδρυμα της Εταιρείας με χρησιδάνειο τα περιουσιακά αρχειακά της στοιχεία. Συχνά τα δύο αυτά ιδρύματα διεκδικούσαν την αυτονομία τους τόσο σε επίπεδο λειτουργίας όσο και φυσιογνωμίας, ώσπου οι σκοποί τους διαφοροποιήθηκαν τελείως και διοικούνται πλέον από ξεχωριστά συμβούλια.
Πρώτιστος σκοπός της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, σύμφωνα με τον νόμο, είναι να αποτελεί τον μοναδικό επίσημο εισπρακτικό φορέα των δικαιωμάτων των μελών της, από θεατρικές παραστάσεις και από κάθε είδους χρήση του πνευματικού τους έργου. Αυτή η απόφαση αποδείχτηκε ιδιαίτερα χρήσιμη ειδικά μετά το συγγραφικό οργασμό της μεταπολεμικής περιόδου που παρήγαγε πάρα πολλά θεατρικά έργα αλλά και με την έξαρση της Επιθεώρησης στις δεκαετίες του ‘80 και ’90. Η αύξηση του ελληνικού ρεπερτορίου και οι κοινωνικές συνθήκες είχαν ως αποτέλεσμα την πολλαπλή ζήτηση του ελληνικού έργου. Το αδιέξοδο όμως στο οποίο περιήλθε η θεατρική συγγραφική κοινότητα ήταν μεγάλο. Αυτό οφείλονταν σε δύο λόγους: Πρώτα στο παράνομο «ανέβασμα» ελληνικών θεατρικών έργων χωρίς την άδεια ή με την άγνοια του συγγραφέα. Επίσης, όταν ο θεατρικός συγγραφέας απεβίωνε, ο θίασος που επέλεγε κάποιο έργο του για παρουσίαση παραγκώνιζε πλήρως τους συγγενείς που διεκδικούσαν τα πνευματικά δικαιώματα της συγγραφής του έργου.
Πέρα όμως από τους καθαρά πρακτικούς σκοπούς της, η Εταιρεία ιδρύθηκε έχοντας πολιτιστικούς και πνευματικούς άξονες λειτουργίας. Η διατήρηση της ελληνικής δραματουργικής παράδοσης και η προώθηση του ελληνικού και νεοελληνικού έργου, τόσο στον ελλαδικό όσο και στον ευρωπαϊκό χώρο αποτελούν ιδέες από τις οποίες πρέπει να εμφυσείται κάθε καλλιτεχνικός οργανισμός.
Σύμφωνα με αυτή την λογική και στα πλαίσια της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας, που για τέσσερα χρόνια (2001-2004) οργάνωνε τον σχεδιασμό της προώθησης του ελληνικού πολιτισμού, αποφασίστηκε η υλοποίηση του Προγράμματος «Άνοιξη του Σύγχρονου Ελληνικού Θεατρικού Έργου». Επρόκειτο για ένα μεγαλόπνοο σχέδιο που περιελάμβανε την σκηνική παρουσίαση 50 περίπου ελληνικών άπαιχτων θεατρικών έργων σε ελληνικές θεατρικές σκηνές κατά την διάρκεια της Ολυμπιάδας. Η προσπάθεια αυτή δεν ευδοκίμησε αλλά επανασχεδιάστηκε.
Η επιτροπή τελικά που συγκροτήθηκε επέλεξε νεοελληνικά θεατρικά έργα, που θα μεταφραστούν προωθηθούν διεθνώς. Έργο της επιτροπής είναι να επιλέξει είκοσι ήδη μεταφρασμένα έργα του νεοελληνικού θεάτρου και είκοσι έργα που δεν έχουν μεταφραστεί, για να τα μεταφράσουν σε διάφορες γλώσσες. Μέλη της Επιτροπής μεταξύ άλλων είναι ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, κριτικός θέατρου, η Φώφη Τρέζου, συγγραφέας, η Χριστίνα Μπάμπου-Παγκουρέλλη, μεταφράστρια, ο Γίωργος Χατζηνάσιος, συνθέτης.
Η προσπάθεια προώθησης της θεατρικής δραστηριότητας των ελλήνων θεατρικών συγγραφέων στο εξωτερικό έχει κάποιο παρελθόν. Βέβαια, ό,τι επιχειρήθηκε είχε μεμονωμένο χαρακτήρα και δεν έτυχε της κρατικής ενίσχυσης. Όμως συγγραφείς όπως ο Γιώργος Μανιώτης, η Λούλα Αναγνωστάκη, ο Παύλος Μάτεσις και βέβαια ο Ιάκωβος Καμπανέλλης και άλλοι χάριν της τεράστιας εμβέλειας που έχουν τα έργα τους, κατάφεραν και σπάσανε τα στενά εθνικά όρια και «παίχτηκαν» σε πολλές χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής. Ο σημερινός πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων Γ. Λαζαρίδης, που διαδέχτηκε τον Γιώργο Σκούρτη δηλώνει στον τύπο ότι «η επιτροπή έκανε μια δουλειά καίρια χωρίς προστριβές, και θέσαμε ως όρο το μεταπολεμικό έργο, που ενδιαφέρει περισσότερο τους ξένους θεατές, εντάσσοντας μόνο κάποια λίγα παλιότερα έργα - Παλαμά, Ξενόπουλο, Μελά, Χορν - ανάμεσα στα 40, για να λειτουργήσουν ως νησίδες στην κατανόηση της ιστορίας του νεοελληνικού θεάτρου από τους ξένους. Γνωστά ονόματα ελλήνων συγγραφέων που απουσιάζουν από τον συγκεκριμένο κατάλογο των 40, δε σημαίνει ότι αξιολογήθηκαν και απορρίφθηκαν, απλά είναι η αρχή ενός συνόλου επιλογών της Εταιρείας, που θα έχει συνέχεια». Τα έργα που τελικά θα μεταφραστούν θα παιχτούν από ξένους θιάσους, ώστε το ξένο κοινό να έχει την δυνατότητα, αν και αργοπορημένα, να γίνει κοινωνός της ελληνικής γραφής και θεματικής στο θέατρο, για να εξετάσει και εκτιμήσει ή όχι τη νεοελληνική αντιπροσωπευτική συγγραφική προσπάθεια. Ίσως είναι καιρός να εξάγουμε ως ένα σημείο έναν καινούργιο πολιτισμό, σε επίπεδο θεάτρου πάντα, διαφορετικό από αυτόν που προωθείται και που είναι αγκιστρωμένο στο αρχαίο ελληνικό δράμα.
Σήμερα η Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων στεγάζεται στο αναπαλαιωμένο νεοκλασικό κτίριο της οδού Ψαρομηλίγκου 24 στον Κεραμεικό Αθήνας, το οποίο και της παραχωρήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού και αποτελεί περιουσιακό της στοιχείο.

Μουσείο Θεάτρου Σκιών «Ευγένιος Σπαθάρης»

H δημιουργία του Σπαθάρειου Μουσείου είναι το αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας και επίπονης προσπάθειας του διάσημου καλλιτέχνη Ευγένιου Σπαθάρη και του Δήμου Αμαρουσίου που συνετέλεσαν στην πραγματοποίηση ενός κοινού τους ονείρου: Ο Καραγκιόζης να αποκτήσει ένα μόνιμο στέκι. Το 1991 ιδρύεται επίσημα το Σπαθάρειο Μουσείο θεάτρου Σκιών Δήμου Αμαρουσίου και τον Μάϊο του 1993 διοργανώνεται η πρώτη ημερίδα Ελληνικού θεάτρου Σκιών. Η συστηματική λειτουργία του Σπαθάρειου Μουσείου άρχισε τον Ιανουάριο του 1996 και ο αριθμός αυτών των επισκεπτών μικρών και μεγάλων, που ξεπέρασε τους 15.000, οδήγησε στην απόφαση της επέκτασης του Μουσείου σαν χώρο και της επίσπευσης της διαμόρφωσης του προαύλιου χώρου σε μόνιμο Καραγκιοζοθέατρο. Σκοπός του Σπαθάρειου Μουσείου είναι να διατηρήσει, να προστατεύσει και να προβάλλει αυτό το τόσο σημαντικό μέρος της πολιτιστικής μας κληρονομιάς που εκπροσωπεί το λαϊκό θέατρο και ο ήρωας του: ο ελληνικός Καραγκιόζης.
O Ευγένιος Σπαθάρης, γεννήθηκε στην Κηφισιά, το 1924, μέσα στην τέχνη του πατέρα του, Σωτήρη. Ο Σωτήρης Σπαθάρης γεννήθηκε το 1892 στη Σαντορίνη και μεγάλωσε στο Μεταξουργείο. Δάσκαλός του ήταν ο Θόδωρος Θεοδωρέλλος που υπήρξε ο καλύτερος μαθητής του Μίμαρου. Από το 1909 περιόδευε συστηματικά σε όλη την Ελλάδα παρουσιάζοντας μάλιστα και έργα που είχε δημιουργήσει ο ίδιος εμπνευσμένα από τη σύγχρονη ζωή και την ιστορία του Έθνους. Ο Σωτήρης Σπαθάρης κόμισε καινοτομίες στη τέχνη του θεάτρου σκιών εισάγοντας την λεγόμενη διαφημιστική "ρεκλάμα", χαρακτηριστικό είδος λαϊκής ζωγραφικής που κατόπιν υιοθετήθηκε και από άλλους καραγκιοζοπαίκτες, αλλά και την "αποθέωση", τον έμψυχο, δηλαδή, θεατρικό επίλογο των ηρωικών συνήθως έργων, που ερμηνευόταν με κατεβασμένο τον μπερντέ από τον ίδιο τον καραγκιοζοπαίκτη και τους βοηθούς του. Υπήρξε, τέλος, ένας από τους πρώτους ιδρυτές και ένθερμους υποστηρικτές του Πανελλήνιου Σωματείου Καραγκιοζοπαικτών που σχηματίστηκε το 1924.

ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΣΠΑΘΑΡΗΣ
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Ο Ευγένιος Σπαθάρης, εκτός από το γεγονός ότι η σύγχρονη γενιά έχει συνδυάσει το όνομα του με το συγκεκριμένο θεατρικό είδος, αφού η φωνή που δίνει στους ήρωές του είναι αναγνωρίσιμη πια σε μικρούς και μεγάλους, αξιολογείται ως τέλειος τεχνίτης και ερμηνευτής αυτής της θεατρικής τέχνης. Αλλά ακόμη και οι ζωγραφιστικές του ικανότητες, που αναδεικνύονται από τους πίνακες και τη τεχνοτροπία των φιγούρων του, παραπέμπουν στα κύρια χαρακτηριστικά της λαϊκής ζωγραφικής που τα δένει μεταξύ τους με πρωτοφανή ρεαλισμό και μεγάλη χρωματική ζωντάνια. Τα ιδιαίτερα στοιχεία της τεχνικής του είναι η σύνθεση σε ένα επίπεδο, μία διάσταση, η συχνή χρήση προφίλ των προσώπων, η απλότητα του σχεδίου και της απεικόνισης, αλλά εκείνο που τον διακρίνει, από άλλους ερμηνευτές του είδους, είναι οι απίθανες πραγματικά αρμονίες παράδοξων τόνων που οδηγούν στην εξαιρετική απόδοση του φυσικού χρώματος της περιγραφής των θεμάτων που επιλέγει. Η θεματολογία των θεατρικών σκηνικών και ενδυμάτων του αναφέρεται στην ελληνική παλιά αθηναϊκή ζωή, σε μοτίβα της ελληνικής επανάστασης του 1821, σε ελληνικά λαϊκά πορτραίτα, σε δημοτικά τραγούδια, στη μυθολογία και το παραμύθι.
Αξιόλογη, όμως, θεωρείται και η δράση του Ευγένιου Σπαθάρη στον τομέα του θεάτρου, όπου σκηνοθέτησε και σκηνογράφησε με τεράστια επιτυχία τον "Μέγα Αλέξανδρο" με το Ελληνικό Χορόδραμα (1950), επίσης τον "Μέγα Αλέξανδρο" συνεργαζόμενος με την Σοφία Βέμπο (1954), "Το ταξίδι" του Γ. Θέμελη (1965), τον "Καραγκιόζη Δικτάτορα" του Γ. Γιαννακόπουλου (1969), "Το μεγάλο μας τσίρκο" του Ι. Καμπανέλλη (1972), τον "Καραγκιόζη παρά λίγο Βεζύρη" του Σκούρτη, "Τα Καραγκιοζέϊκα" του Ρώτα και άλλα. Το 1980 ανεβάζει διασκευασμένους τους «Βατράχους» του Αριστοφάνη που αμέσως κυκλοφόρησε και σε δίσκο. Έχει, ακόμα, ασχοληθεί με την διδασκαλία του θεάτρου σκιών σε διάφορες ομάδες φοιτητών, καθηγητών και νέων καλλιτεχνών. Το 2001, το Θέατρο Τέχνης με επικεφαλής τον σκηνοθέτη Μίμη Κουγιουμτζή ανέβασαν με πρωτοφανή επιτυχία το έργο «Πλούτος» του Αριστοφάνη με πρωταγωνιστή τον Ευγένιο Σπαθάρη. Η παρουσία του στο ιερό θέατρο της Επιδαύρου υπήρξε ο πιο σημαντικός σταθμός της ζωή του. Το 2003 επιστρέφοντας από το εξωτερικό έγραψε και ανέβασε το δεύτερο θεατρικό του έργο «Ε! ρε γλέντια» το οποίο παρουσιάστηκε στην Αθήνα και στην επαρχία με τον Τάκη Βαμβακίδη στο ρόλο του Καραγκιόζη. Εδώ και αρκετά χρόνια έχει αναγνωριστεί διεθνώς το Παγκόσμιο Μουσείο Θεάτρου Σκιών, που δημιούργησε με την πολύτιμη βοήθεια της γυναίκας του από το 1958, στο σπίτι τους στο Μαρούσι.
Από το 1945, χρονιά που ξεκίνησε τις περιοδείες στο εξωτερικό, έχει διακριθεί στα περισσότερα Φεστιβάλ για το εξαιρετικό ταλέντο με το οποίο προβάλλει την τέχνη του. Λαμβάνει μέρος στο Παγκόσμιο Συνέδριο και Φεστιβάλ θεάτρου Σκιών των Βρυξελλών, στο Διεθνές Φεστιβάλ θεάτρου Σκιών Παρισιού, στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ θεάτρου Σκιών και Κούκλας στη Ρώμη, στο Φεστιβάλ Ανατολικών Χωρών της Πολωνίας, στο Φεστιβάλ θεάτρου Σκιών του Ανατολικού Βερολίνου, στο Φεστιβάλ Μεσογειακού θεάτρου της Λυών, Νυρεμβέργης και Μαριγκύ και σε άλλα. Περιοδεύει, δίνοντας παραστάσεις και η έντονη δραστηριότητα του απλώνεται γρήγορα στην Αμερική, στον Καναδά, στην Κούβα, στη Κύπρο, στην Αίγυπτο, στην Αγγλία, στη Γερμανία, στη Δανία, στη Σουηδία, στη Γαλλία, στην Ισπανία. Επίσης δημιουργεί "Σχολή θεάτρου Σκιών στη Δανία", η οποία λειτουργεί μέχρι σήμερα από τους Δανούς μαθητές του. Το 1997 ο Ευγένιος Σπαθάρης πραγματοποιεί σειρά ομιλιών για το Ελληνικό Θέατρο Σκιών και παραστάσεις στα πανεπιστήμια Καίμπριτζ και Οξφόρδης.


ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ

Πολλοί ξένοι μελετητές που έχουν ασχοληθεί με το θέατρο σκιών αποδίδουν την καταγωγή της τεχνικής του Θεάτρου Σκιών στους λαούς της Ανατολής. Τα πιο γνωστά θέατρα σκιών της Νοτιοανατολικής Ασίας είναι εκείνα της Ιάβας, Σιγκαπούρης, Ταϋλάνδης, Μαλαισίας, Καμπότζης, του Μπαλί και του Λάος. Τα πρόσωπα είναι παρμένα από τον κόσμο των θεών, των δαιμόνων του κάτω κόσμου, των πνευμάτων. Αντίθετα, η ιστορία του θεάτρου σκιών της Κίνας εμφανίζεται τον 11ο αιώνα σαν μια διασκέδαση της αγοράς. Οι Τούρκοι της Κεντρικής Ασίας μετέφεραν το θέατρο αυτό όταν εξαπλώθηκαν στην Δυτική Ασία (13ος αι.). Το πρώτο όνομά του ήταν Κογκουρτσάκ ή Καβουρτσάκ ή Κομπαρτσούκ που σημαίνει θέατρο σκιών. Όμως, το ότι η τεχνική του θεάτρου σκιών εμφανίζεται τον 11ο αιώνα σαν μυστηριακό θέατρο, δίνει την αφορμή να το συνδέσουμε με την καταγωγή του μυστηριακού θεάτρου, που ως αρχαιότερα και σημαντικότερα μυστήρια, θεωρούνται τα Ελευσίνια. Η εμφάνιση και η αναβίωση των μυστηριακών θρησκειών στις χώρες τους σχετίζεται με την εξάπλωση σ' αυτές του ελληνιστικού πολιτισμού κατά τους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ

Η γέννηση του πασίγνωστου λαϊκού ήρωα του ελληνικού θεάτρου σκιών και η ιστορία της δημιουργίας του βασίζεται σε προφορικές παραδόσεις από τις οποίες η πιο διαδεδομένη αναφέρεται στον γνωστό θρύλο του Καραγκιόζη και του Χατζηαβάτη που ζούσαν στην Προύσα. Ο Χατζηαβάτης ήταν εργολάβος οικοδομών και είχε αναλάβει να χτίσει το σαράϊ του πασά της Προύσας. Ο πασάς είδε ότι το σαράϊ αργούσε να τελειώσει και φοβέρισε τον Χατζηαβάτη πως θα τον θανατώσει. Ο Χατζηαβάτης φοβήθηκε και φανέρωσε στον πασά ότι φταίχτης ήταν ο Καραγκιόζης που έλεγε αστεία στους μαστόρους και γελούσαν. Έτσι ο πασάς τον θανάτωσε. Μια μέρα ο Χατζηαβάτης έκοψε έναν χάρτινο Καραγκιόζη, τέντωσε ένα πανί που το φώτισε κι έδωσε παράσταση Καραγκιόζη. Μία άλλη εκδοχή του θρύλου για τον Καραγκιόζη, αναφέρεται στην ιστορία ενός Έλληνα από την Ύδρα, του Γ. Μαυρομάτη και τοποθετείται χρονολογικά περίπου τον 18ο αιώνα. Ο Μαυρομάτης, πήγε στην Τουρκία από την Κίνα με το θέατρο σκιών του, μεταφέροντας στην Πόλη, το θέατρό του, προσαρμόζοντάς το στο τρόπο ζωής ήθη των Τούρκων. Έτσι, ονόμασε τον πρωταγωνιστή του Καραγκιόζ, προέκταση στα ελληνικά Καραγκιόζης, που στα τούρκικα σημαίνει μαυρομάτης. Ο Μαυρομάτης πέθανε στην Τουρκία και πληροφορίες αναφέρουν ότι είχε βοηθό του τον Γιάννη Μπράχαλη, τον πρώτο καλλιτέχνη του είδους που έφερε τον Καραγκιόζη στην Ελλάδα

Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Ο Καραγκιόζης δεν ήταν άγνωστος στην Ελλάδα πριν από την Απελευθέρωση του ελληνικού έθνους. Ο ακατάλληλος και χυδαιολογικός χαρακτήρας του, περιόριζε τη καθολικότητα του θεάματος που παιζόταν στην ελληνική γλώσσα αλλά τα βασικά του στοιχεία ήταν τούρκικα. Επρόκειτο άλλωστε για θέατρο που περιόδευε από περιοχή σε περιοχή ξεκινώντας κυρίως από την Πόλη. Ανάμεσα στους καλλιτέχνες που περιόδευαν στον ελληνικό χώρο ήταν και ο Μπάρμπα-Γιάννης Μπράχαλης που, θεωρείται και ο πρώτος που έφερε την τέχνη του Καραγκιόζη στην Ελλάδα, (μεταξύ 1850 και 1860). Από τις αρχές πλέον του 20ου αι. το θέαμα παίζεται μόνιμα στην Ελλάδα και μπορούμε να μιλάμε για καθαρά ελληνικό Καραγκιόζη. Αν και ο εξελληνισμός του ξεκίνησε από την Ήπειρο, κορυφαίος δημιουργός του ήταν ο Πατρινός ψάλτης Δημήτριος Σαρδούνης, γνωστός με το ψευδώνυμο Μίμαρος ο οποίος μετέτρεψε το θέαμα σε ελληνικό οικογενειακό θέατρο, γι' αυτό και θεωρείται ο πρώτος "δάσκαλος" του Καραγκιόζη (1890). Το έργο του συνέχισαν οι τρεις βοηθοί και μαθητές του, Γιάννης Ρούλιας, Μέμος Χριστοδούλου και Θόδωρος Θεοδωρέλλος
Η εξέλιξη και ανάπτυξη των υπόλοιπων καλλιτεχνικών ειδών και κυρίως η εισβολή του έγχρωμου κινηματογράφου, ο Καραγκιόζης και η τέχνη του έτεινε να εκλείψει, καθιστώντας τον Ευγένιο Σπαθάρη ως τον καλύτερο εκφραστή αλλά και τον κυριότερο συνεχιστή και υποστηρικτή του κλασικού και αρχέτυπου πλέον αυτού λαϊκού θεάματος. Σήμερα, ο Καραγκιόζης έχει κατακτήσει ξεχωριστή θέση στη μελέτη και έρευνα της ακαδημαϊκής κοινότητας ως ανεξάρτητο και σημαντικότατο θεατρικό είδος του ελληνικού λαϊκού θεάτρου, και αποτελεί κεντρική παρακαταθήκη της θεατρικής μας παράδοσης. Επιπλέον όμως, υποστηρίζεται ως καλλιτεχνικό προϊόν, αφού και η παραγωγή του και η παρουσίαση του, βρίσκει καινούργιους οπαδούς τόσο στο μικρό όσο και στο μεγαλύτερο ελληνικό, και όχι μόνο, κοινό.


ΟΙ ΦΙΓΟΥΡΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ ΤΟΥΣ (ας μπουν ξεχωριστά δίπλα στις φωτογραφίες τους)

Ο Καραγκιόζης: Είναι ο ιδανικός τύπος του φτωχού Έλληνα, του τόσο φτωχού που έχει πια απαρνηθεί κάθε ιδιωτική φροντίδα κι έχει εξυψωθεί σε εύθυμη φιλοσοφική θεώρηση της ζωής. Είναι αγαθός, καμιά φορά κάνει σκληρά αστεία του, αλλά καλόκαρδος στο βάθος. Γεμάτος τεμπελιά και αισιοδοξία, αλλά και γεμάτος διάθεση ν' ανακατεύεται σε όλα. Τον ενδιαφέρει κάθε τι που γίνεται γύρω του, όλους τους πειράζει και τους κοροϊδεύει και προ πάντων τον ίδιο τον εαυτό του. Το χέρι του είναι εξαιρετικά ευκίνητο και υπερβολικά μακρύ, για σκηνικούς λόγους, για να μπορεί να ξύνει την πλάτη του και το κεφάλι του ή για να χειρονομεί. Επίσης έχει συμβολική σημασία γιατί εκπροσωπεί το έξυπνο πνεύμα του. Καρπαζώνει προθυμότατα, δέρνει αλλά και δέρνεται. Είναι ευφυολόγος, ετοιμόλογος και αστείος, ποτέ όμως γελοίος. Δεν είναι ταπεινός, ούτε όταν δέρνεται. Το δέχεται κι αυτό σαν μια κακοτυχία του και σαν συνέπεια της κακοκεφαλιάς του, με την ίδια εύθυμη εγκαρτέρηση και το ίδιο ειρωνικό του κέφι.
Ο Χατζηαβάτης: Ο τύπος του ραγιά που ζει ακόμα με την ανάμνηση της τουρκοκρατίας. Παμπόνηρος, ανήσυχος για όλα, αδύνατος, δειλός, κόλακας και γαλίφος, κυρίως απέναντι στους ισχυρούς. Προσποιείται τον μισοκακόμοιρο ενώ ο νους του δουλεύει και ειδικά στις βρωμοδουλειές. Από την άλλη πλευρά, εκπροσωπεί τον τύπο του βιοπαλαιστή αστού. Το επάγγελμά του είναι τελάλης, μεσίτης και ταχυδρόμος που εκτελεί παραγγελίες του μπέη και του πασά. Ωστόσο είναι ευγενικός, αξιοπρεπής και αξιόπιστος. Οικογενειάρχης, αν και δεν παρουσιάζεται αυτό ποτέ στη σκηνή, είναι πιο μορφωμένος κοινωνικά από τον Καραγκιόζη και γνωρίζοντας καλύτερα τον κόσμο προσπαθεί πάντα να διορθώνει τον φίλο του ή να τον δασκαλεύει.
Ο Διονύσιος: Σατυρίζει τον τύπο του ξεπεσμένου αριστοκράτη από την Ζάκυνθο ή απλά του φαντασιόπληκτου ζακυνθινού που πιστεύει πως κατάγεται από αρχοντική και πλούσια οικογένεια. Είναι όμως αξιοπρεπής, πολιτισμένος, αγαθός, ομιλητικός και εξαιρετικά γρήγορος στην ομιλία του όπως και οι συντοπίτες του. Ειναι καλοντυμένος, φορά ψηλό καπέλο και παρασύρεται εύκολα στις κατεργαριές του φίλου του, Καραγκιόζη.
Εβραίος: Το όνομά του είναι Σολομών ή Σολωμός, όπως τον αποκαλεί ο Καραγκιόζης. Είναι χαρακτήρας εμπόρου της πόλης και συγκεκριμένα της Θεσσαλονίκης, αρκετά πλούσιος, πολύ τσιγγούνης, πονηρός και δειλός. Σαν φιγούρα είναι πολύ ευχάριστη γιατί είναι δεμένος σε δυο μεριές και όταν χορεύει κουνιέται η μέση και το κεφάλι του σαν να είναι "ξεβιδωμένος", με αποτέλεσμα να γελάνε οι θεατές. Ο Μορφονιός: Ονομάζεται Ζαχαρίας, είναι νάνος με πελώριο κεφάλι και μακριά μύτη γι'αυτό μιλάει και μ'αυτή. Είναι καλοαναθρεμμένος και πολύ λιγόψυχος, έτσι, όταν τον φοβερίζει ο Καραγκιόζης λιποθυμάει.
Μπαρμπα - Γιώργος: Εκπροσωπεί τον βουνίσιο έλληνα, τον γνήσιο ρουμελιώτη που ο χαρακτήρας του παρέμεινε αδιάφθορος μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Είναι τύπος αγαθός, ηθικός και δυνατός. Καμαρώνει που είναι θείος του Καραγκιόζη και γι'αυτό του προσφέρει στοργικά την προστασία του.
Ο Μπέης: Αντιπροσωπεύει τον εύπορο αστό και γενικά τον άνθρωπο της ανώτερης κοινωνικής τάξης. Είναι καλός οικογενειάρχης, ηθικός και συνήθως δίνει παραγγελίες στον Χατζηαβάτη για διάφορες υποθέσεις του, χρησιμοποιώντας τον σαν τελάλη ή μεσίτη και ξεκινώντας μ'αυτόν τον τρόπο την πλοκή της υπόθεσης.
Ο Σταύρακας: Ντυμένος κουτσαβάκικα, ο Σταύρακας, έχει θεωρία παλληκαρά αλλά συνέχεια τρώει ξύλο. Είναι ψεύτης, καυχησιάρης και ονομάζεται Σταυράκης Τζίμης από τον Περαία.
Ο Πασάς: Είναι ο εκπρόσωπος της τούρκικης εξουσίας και την επισημότητά του την εκδηλώνει με το σοβαρό, αυστηρό ύφος του και με τον στόμφο της ομιλίας του. Είναι επιβλητικός, με πλούσιο ντύσιμο και δεν τραγουδάει ποτέ όπως τα άλλα πρόσωπα του θιάσου επειδή θεωρείται αξιοσέβαστος.
Ο Βεληγκέκας: Αντιπροσωπεύει την εκτελεστική εξουσία της δημόσιας τάξης. Είναι τουρκαλβανός στην καταγωγή, κουτός, απολίτιστος, λιγόλογος και μιλά άσχημα τα ελληνικά με ανάμικτες αρβανίτικες και τούρκικες εκφράσεις.
Αγλαΐα: H γυναίκα του Καραγκιόζη. Εκπροσωπεί τον χαρακτήρα της φτωχής Ελληνίδας νοικοκυράς που προσπαθεί να βοηθήσει την οικογένειά της δουλεύοντας σε ευκατάστατες οικογένειες
Βεζυροπούλα: Είναι η κόρη του Πασά. Καλομαθημένη, και δείχνει να σέβεται τον πατέρα της, ωστόσο, καταφέρνει πάντα να πετυχαίνει αυτό που επιδιώκει

Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών

Η ελληνική θεατρική τέχνη και ειδικότερα ο χώρος της υποκριτικής, εκτός από σημάδι πολιτισμού και δείκτης του πνευματικού επιπέδου, μπορεί να χαρακτηριστεί και από τη συνδικαλιστική του αξία. Η ανάγκη δημιουργίας ενός συνδικαλιστικού οργάνου που θα προασπίζεται τους ηθοποιούς–εργαζόμενους σε θιάσους και που θα διεκδικεί και θα διαφυλάττει τα δικαιώματα του, ξεκίνησε ουσιαστικά από τη στιγμή που έπαψαν να δραστηριοποιούνται οι δύο μεγάλοι ελληνικοί θίασοι στις αρχές του 20ουαι, δηλαδή ο Θίασος της Βασιλικού Θεάτρου με επικεφαλής της Μαρίκα Κοτοπούλη και ο Θίασος της Νέας Σκηνής με επικεφαλής την Κυβέλη. Οι θίασοι αυτοί έδωσαν το έναυσμα για τη δημιουργία άλλων θιάσων, από ηθοποιούς που μαθήτευσαν στις μεγάλες αυτές πρωταγωνίστριες. Αυτό σε συνδυασμό με την έξαρση της συσπείρωσης του ελληνικού πληθυσμού στη πρωτεύουσα, αλλά και με την εμφάνιση καινούργιων θεατρικών ειδών, όπως το θέατρο Βαριετέ κα το μουσικό θέατρο, οδήγησαν στη δημιουργία θεατρικών επιχειρήσεων. Σε αυτές απασχολούνταν ηθοποιοί, που εξαιτίας της αλλαγής των εργασιακών σχέσεων, που επέβαλε η ανταγωνιστική πλέον αγορά, παρουσίασε την επιτακτική ανάγκη για την ίδρυση στο χώρο του θεάτρου το 1917 του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ).
Το Σ.Ε.Η. αποτελεί τον μοναδικό συνδικαλιστικό φορέα και πόλο συσπείρωσης των Ελλήνων Ηθοποιών του Θεάτρου, του Κινηματογράφου και της Τηλεόρασης. Το Σωματείο έχει καταφέρει άλλοτε με σκληρούς αγώνες και άλλοτε με προτάσεις και παρεμβάσεις του προς την Πολιτεία, να βελτιώσει σημαντικά τις συνθήκες εργασίας, τους όρους αμοιβής, αλλά και την εικόνα των μελών του ως πνευματικών ανθρώπων και δημιουργών. Ο ρόλος του Σ.Ε.Η., αποδείχτηκε κρίσιμος και δύσκολος σε πολλές στιγμές της ελληνικής ιστορίας, μια και η θέση του ηθοποιού στη καλλιτεχνική «αγορά» επαναπροσδιορίζονταν συνεχώς. Ακόμη από την εποχή του Μεσοπολέμου λόγω της ανάγκης προστασίας του επαγγέλματος του ηθοποιού, για ασκήσει κάποιος το επάγγελμα αυτό, απαιτούνταν Κρατική Άδεια και ελέγχονταν από θεσμοθετημένες Επιτροπές Δεοντολογίας και Δικαστικού Συμβουλίου που επέβαλλαν ποινές και αφαιρούσαν τις άδειες. Όταν όμως ιδρύθηκαν οι πρώτες ιδιωτικές δραματικές σχολές, του Θεάτρου Τέχνης, του Πέλου Κατσέλη, του Κώστα Μιχαηλίδη και άλλων, παρουσιάστηκε στη δεκαετία του ’80, μία μεταβατική περίοδος για το επάγγελμα του ηθοποιού, αφού ο θεσμός της Κρατικής Άδειας καταργήθηκε και έκτοτε οποιοσδήποτε μπορεί να ασκήσει ελεύθερα την υποκριτική, ακόμη και απόφοιτοι Εργαστηρίων Ελευθέρων Σπουδών ή όσοι έχουν συμμετάσχει σε κάποια παρεμφερή σεμινάρια επιμόρφωσης. Η μόνη ασφαλιστική δικλείδα υπήρξε ο έλεγχος λειτουργίας όλων αυτών των σχολών μέσα από επιτροπές που επικυρώνουν τις εισαγωγικές και πτυχιακές εξετάσεις.
Επίσης, ο συνδικαλιστικός ρόλος του Σωματείου, συνδέεται άμεσα με τις πολιτικές και κοινωνικές ζυμώσεις που συντελέστηκαν στον ελληνικό χώρο σε κρίσιμες περιόδους του. Για παράδειγμα σημαντικό ρόλο στην πολιτιστική ζωή του τόπου διαδραμάτισε το Σωματείο στην Εθνική Αντίσταση κατά της φασιστικής κατοχής αλλά και κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας στην Ελλάδα. Οι ηθοποιοί συμμετείχαν στους αγώνες του ελληνικού λαού για ελευθερία, ανεξαρτησία, και δημοκρατία, και πολλοί σπουδαίοι ηθοποιοί δέχτηκαν και αυτοί τις συνέπειες των απολυταρχικών καθεστώτων, μέσα από εκτελέσεις, φυλακίσεις, διώξεις. Ειδικά στη Δικτατορία των συνταγματαρχών, το Σ.Ε.Η. διαλύθηκε από τη χούντα και κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, οι ηθοποιοί του διαλυμένου Σ.Ε.Η. κατάφεραν να συντονιστούν και να οργανώσουν απεργία, κλείνοντας όλα τα θέατρα και καλώντας τους θεατές να συγκεντρωθούν στο Πολυτεχνείο. Μετά την πτώση της δικτατορίας, το Σ.Ε.Η. επανασυστάθηκε και έδωσε μια σειρά σκληρές μάχες, πετυχαίνοντας να κερδίσει τον χαμένο χρόνο και να διασφαλίσει τα βασικά δικαιώματα των μελών του στις νέες συνθήκες.
Μερικές από τις σημαντικότερες κατακτήσεις του Σ.Ε.Η. τα τελευταία χρόνια ήταν: Η καθιέρωση της αργίας της Δευτέρας, η μείωση των παραστάσεων, σταδιακά, από 14 σε 8 την εβδομάδα, η υπογραφή Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας στα Κρατικά και Ιδιωτικά θέατρα, στα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. και τον Οπτικοακουστικό χώρο, η καθιέρωση ωραρίου εργασίας, η ίδρυση (επί Υπουργίας Μελίνας Μερκούρη, η οποία ήταν ενεργό μέλος του Σ.Ε.Η.) των Δημοτικών Περιφερειακών Θεάτρων και η λειτουργία του Οργανισμού Εταιρικών Θιάσων του Σ.Ε.Η.
Σήμερα το Σ.Ε.Η., αριθμεί άνω των 3.000 μελών, συνεχίζει να αγωνίζεται για την ανάπτυξη της θεατρικής Τέχνης και την τόνωση της πνευματικής ζωής, μέσω της βελτίωσης της θέσης των ηθοποιών. Ειδικότερα προωθεί αιτήματα του Κλάδου των Ηθοποιών, όπως η ανωτατοποίηση της θεατρικής παιδείας, σε πανεπιστημιακό επίπεδο και επαναφορά της άδειας άσκησης επαγγέλματος του ηθοποιού, μείωση της ανεργίας, με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στα κρατικά και τα Δημοτικά Θέατρα, την τηλεόραση, το ραδιόφωνο και την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση (με την εισαγωγή θεατρικών μαθημάτων στα σχολεία), η τήρηση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας από τους εργοδότες, η περιφρούρηση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων των ηθοποιών.
Το διοικητικό συμβουλιο του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών προσπαθεί να αποτελεί μοχλό συσπείρωσης των καλλιτεχνών για την αντιμετώπιση και λύση των προβλημάτων τους σε όλα τα επίπεδα και για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων τους. Τέλος το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών είναι μέλος του Εργατικού Κέντρου Αθήνας (Ε.Κ.Α.), της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Θεάματος Ακροάματος (Π.Ο.Θ.Α.) και της Federation International des Acteurs (F.I.A.)

Θεατρικό Μουσείο: Ένας θεματοφύλακας δύο αιώνων Ελληνικού Θεάτρου

Το Θεατρικό Μουσείο ιδρύθηκε το 1938 από την «Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων», όταν Πρόεδρός της ήταν ο συγγραφέας Θεόδωρος Συναδινός. Από τότε, Έφορος του ορίστηκε ο Ιστορικός του Νεοελληνικού Θεάτρου Γιάννης Σιδέρης, ο οποίος και αφιέρωσε τη ζωή του στη συγκέντρωση πλούσιου εκθεσιακού υλικού, καθώς και στην καταγραφή της Ιστορίας του Νεοελληνικού Θεάτρου. Μέσα σε λίγα χρόνια το Θεατρικό Μουσείο εξελίχτηκε σε "Κέντρο Μελέτης και Έρευνας του Νεοελληνικού Θεάτρου", δημιουργώντας ένα πλούσιο αρχείο χειρογράφων και διάφορων στοιχείων για τα θεατρικά δρώμενα στη χώρα μας, αλλά και μια σημαντική βιβλιοθήκη. Ο Γιάννης Σιδέρης πέθανε το 1975, έναν χρόνο πριν από τα εγκαίνια του Μουσείου στην οδό Ακαδημίας, χωρίς να προλάβει να το δει έτοιμο. Στον Σιδέρη άλλωστε ανήκε και η πρωτότυπη ιδέα των «καμαρινιών», για την πραγματοποίηση της οποίας συγκέντρωνε προσωπικό και καλλιτεχνικό υλικό ώστε να διατηρήσει ζωντανή τη μνήμη σημαντικών ηθοποιών του θεάτρου μας
Το Θεατρικό Μουσείο παραμένει άγνωστο στο ευρύ κοινό αν και στεγάζεται εκεί από το 1976 (προηγήθηκαν χώροι στις οδούς Ασκληπιού, Ψαρομηλίγγου, Ναυαρίνου και Καβαλόττι). Μέχρι πρότινος στο παρακείμενο κτίριο Παλαμά στεγαζόταν και η Θεατρική Βιβλιοθήκη, που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του Κέντρου Μελέτης και Έρευνας του Ελληνικού Θεάτρου-Θεατρικό Μουσείο, η οποία όμως υποχρεώθηκε (το κτίριο Παλαμά είχε παραχωρηθεί από το Πανεπιστήμιο Αθηνών) να μετακομίσει σε ένα τετραώροφο οίκημα επί της οδούς Καραμανλάκη 7, στην πλατεία Αμερικής. Το Θεατρικό Μουσείο, το μοναδικό κέντρο στην Ελλάδα που διαθέτει αρχειακό υλικό σχεδόν δύο αιώνων, αντιμετωπίζει στεγαστικό πρόβλημα. Κατά καιρούς γίνονται κρούσεις είτε στο Υπουργείο Πολιτισμού είτε στον Δήμο Αθηναίων και στο Πανεπιστήμιο ώστε να παραχωρήσει κτίρια για μεταστέγαση. Συγκεκριμένα οι κρούσεις αυτές αφορούν τον πολυχώρο στο Μεταξουργείο που θα μπορούσε να γίνει Μουσείο Παραστατικών Τεχνών αλλά και το κτίριο του Πνευματικού Κέντρου (Σόλωνος - Ασκληπιού - Ακαδημίας) καθώς και το ξενοδοχείο Majestic επί της οδού Πανεπιστημίου.
Από το 1976 το ΚΜΕΕΘ-ΘΜ μετατρέπεται σε αυτοτελές Ίδρυμα «Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου» και από το 1996 υιοθετείται από τη Γενική Συνέλευση των Μελών του η τωρινή επωνυμία του. Πρόεδρός του εκλέχτηκε ο μελετητής και κριτικός του θεάτρου Στάθης Σπηλιωτόπουλος, ο οποίος, αργότερα, ανακηρύχθηκε ομόφωνα Επίτιμος Πρόεδρος του Ιδρύματος. Εν συνεχεία, Πρόεδρος και Διευθυντής (από το 1976 ως τον θάνατό του, το 1998) υπήρξε ο θεατρικός συγγραφέας Μανόλης Κορρές. Τον διαδέχθηκαν ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Κωστής Λειβαδέας και ο συγγραφέας και σκηνοθέτης Κώστας Ασημακόπουλος. Πρόεδρος σήμερα του Δ. Σ. είναι ο μεταφραστής και κριτικός θεάτρου Κώστας Γεωργουσόπουλος, ενώ το Συμβούλιο είναι εννεαμελές και εκλέγεται κάθε τρία χρόνια. Το Διοικητικό Συμβούλιο του ΚΜΕΕΘ – ΘΜ αποτελούσαν πάντοτε ξεχωριστές προσωπικότητες της θεατρικής μας ζωής.
Το αρχειακό υλικό του «Κέντρου Μελέτης και Έρευνας» περιλαμβάνει αυτή τη στιγμή πάνω από 60.000 θεατρικά προγράμματα που αφορούν σε επαγγελματικούς και ερασιτεχνικούς θιάσους (πρόζας, επιθεώρησης, μουσικού, παιδικού θεάτρου και χοροθεάτρου) και καλύπτουν τη χρονική περίοδο από το 1870 έως και σήμερα. Γύρω στις 30.000 φωτογραφίες από παραστάσεις, κινηματογραφικές ταινίες, πορτραίτα διάσημων ηθοποιών και 5.000 αφίσες παραστάσεων από τις αρχές του 20αι. έως και σήμερα. Το οπτικοακουστικό αρχειακό υλικό του μουσείου αποτελείται από ηχητικό θέατρο από το ραδιόφωνο, όπερα, μουσική για το θέατρο, απαγγελίες θεατρικών έργων από ηθοποιούς, εκπομπές για το θέατρο. Επίσης υπάρχουν 1800 κασέτες από τις οποίες οι 1000 είναι βιντεογραφημένες παραστάσεις (από το 1985 μέχρι σήμερα, χειμερινών και θερινών θεατρικών περιόδων) αποκλειστικά από το μουσείο και 800 που αναφέρονται σε θέατρο στη τηλεόραση, ντοκιμαντέρ, συνεντεύξεις κ.α. Το αρχείο του Θεατρικού Μουσείου περιλαμβάνει επίσης μεγάλο αριθμό σπάνιων ντοκουμέντων όπως συμβόλαια λογιστικά βιβλίων και καταστατικά θιάσων, οδηγούς σκηνής, σκηνοθετικές και συγγραφικές σημειώσεις, αρχιτεκτονικά σχέδια θεάτρων και άλλα.
Το Αρχείο της Θεατρικής Βιβλιοθήκης περιλαμβάνει, χονδρικά, 30.000 τόμους βιβλίων, από το ελληνικό και ξένο θέατρο, βιογραφίες, καθώς και πάρα πολλά τεύχη θεατρικών περιοδικών και κινηματογραφικών βιβλιογραφιών. Τόσο το αρχείο προγραμμάτων και φωτογραφιών όσο και το αρχείο της βιβλιοθήκης βρίσκονται στη διάθεση των ερευνητών και μελετητών του ελληνικού θεάτρου. Το ΚΜΕΕΘ-ΘΜ έχει προσαρμοστεί στις τεχνολογικές εξελίξεις και λειτουργεί με ηλεκτρονικό σύστημα Μηχανογράφησης (από το 1991) παρέχοντας άμεσα πλήρη στοιχεία σε κάθε ερευνητή, προχωρώντας σε νέες καταχωρήσεις και με εισαγωγή πρόσφατων στοιχείων (παραστασιολογίου, βιογραφικών κ. ά.). Επιπρόσθετα το Θεατρικό Μουσείο σε μία εποχή τεχνολογίας και δημιουργίας ψηφιακών αρχείων δεν θα μπορούσε να στερηθεί της δυνατότητας να αναδείξει τον πλούτο της ελληνικής θεατρικής παραγωγής διασώζοντάς τον σε ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων. Έτσι από το 2004 ξεκίνησε και ολοκληρώνει το έργο τεκμηρίωσης, ψηφιοποίησης και προβολής της ιστορίας και της σύγχρονης παραγωγής του Ελληνικού Θεάτρου μέσα από πρόγραμμα της Κοινωνίας της Πληροφορίας.
Το Θεατρικό Μουσείο επισκέπτονται καθημερινά εκατοντάδες μαθητές από όλη την Ελλάδα, πραγματοποιούνται εκπαιδευτικά προγράμματα, καθώς και ξεναγήσεις στο χώρο από εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους. Αν και υπολογίζεται ότι ετησίως το Μουσείο επισκέπτονται 150.000 παιδιά από όλη την Ελλάδα με το σχολείο τους, ωστόσο οι λοιποί επισκέπτες είναι λιγοστοί. Ακόμη, υπάρχει ειδική γωνιά αφιερωμένη στο θέατρο σκιών και στο κουκλοθέατρο, η οποία προσελκύει ιδιαίτερα το ενδιαφέρον παιδιών προσχολικής ηλικίας και των μικρών τάξεων.
Το ΚΜΕΕΘ-Θεατρικό Μουσείο εκτός των άλλων σημαντικών δραστηριοτήτων του έχει θεσπίσει θεατρικά έπαθλα για τη σκηνογραφία, τη μουσική, τη σκηνογραφία, τη μουσική επένδυση και τη χορογραφία. Στόχος του μουσείου είναι η προβολή και προώθηση της ελληνικής θεατρικής δημιουργίας, η έρευνα της ιστορίας του ελληνικού θεάτρου, καθώς και η διάσωση και διαφύλαξη κάθε στοιχείου του "θεατρικού γίγνεσθαι" της νεότερης Ελλάδας. Κάθε δύο χρόνια οργανώνει την εκδήλωση απονομής Θεατρικών Επάθλων (στο Θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ), σε σημαντικούς θεατράνθρωπους του ελληνικού θεατρικού στερεώματος: απονέμονται τα βραβεία «Μαρίκα Κοτοπούλη» για την καλύτερη θεατρική ερμηνεία γυναίκας ηθοποιού, «Κυβέλη», για τη διαρκή προσφορά στο χώρο του θεάτρου, «Αιμίλιος Βεάκης», για τον καλύτερο άνδρα ηθοποιό, «Παναθήναια» για τον καλύτερο κωμικό ηθοποιό επιθεώρησης, «Φώτος Πολίτης» για τη σκηνοθεσία, «Πάνος Αραβαντινός» για τη σκηνογραφία και ενδυματολογία, «Δημήτρης Μητρόπουλος» για τη μουσική, «Κούλα Πράτσικα» για τη χορογραφία και «Μένανδρος» για ξένες προσωπικότητες που διαπρέπουν στην Ελλάδα και για Έλληνες που τιμούν τη χώρα μας στο εξωτερικό.
Η ιστορία των θεατρικών αυτών βραβείων ξεκίνησε μέσα από τη βράβευση της μεγάλης ηθοποιού του ελληνικού θεάτρου Μαρίκας Κοτοπούλη. Με την ευκαιρία της δημιουργικής για τα θεατρικά τεκταινόμενα της ελληνικής σκηνής συνεισφοράς της Μαρίκας, οι ηθοποιοί του Εθνικού Θεάτρου θεώρησαν υποχρέωσή τους να την βραβεύσουν τιμητικά με ένα χρυσό μετάλλιο, που της καρφίτσωσε στο πέτο, εκ μέρους όλων των συντελεστών του Εθνικού, η Μαίρη Αρώνη. Η Κοτοπούλη, την ώρα της απονομής, ανήγγειλε πως επιθυμούσε το Έπαθλο αυτό, που, εύλογα, μετονομάστηκε από τότε σε Έπαθλο «Μαρίκα Κοτοπούλη», να είναι επαμειβόμενο και να απονέμεται ανά διετία σε νέα πρωταγωνίστρια που, εκείνη την περίοδο, θα είχε διακριθεί για την ερμηνευτική της παρουσία στο σανίδι. Η πρωταγωνίστρια αυτή, μετά τη διετία, θα το παρέδιδε με τη σειρά της στην επόμενη.
Η επιλογή των υποψηφίων γινόταν από Κριτική Επιτροπή επώνυμων θεατράνθρωπων, μεταξύ των οποίων, ο Λέων Κουκούλας, ο Αχιλλέας Μαμάκης, ο Μανώλης Σκουλούδης, ο Κώστας Οικονομίδης, ο Άγγελος Τερζάκης. Το 1993 το Θεατρικό Μουσείο, υπό την Προεδρία τότε του θεατρικού συγγραφέα Μανόλη Κορρέ και με την πολύτιμη βοήθεια της στενής συνεργάτιδας και φίλης της Μαρίκας, ηθοποιού Ολυμπίας Παπαδούκα, αναβίωσε τον θεσμό απονομής του «Επάθλου Κοτοπούλη» που διεκόπη το 1973. Από τότε και μέχρι σήμερα, ανά διετία, η βραδιά απονομής των θεατρικών επάθλων αποτελεί μια από τις κυριότερες και πιο επιτυχημένες εκδηλώσεις του «Κέντρου Μελέτης και Έρευνας του Ελληνικού Θεάτρου», ενώ συμπληρώθηκε ο θεσμός και με τη δημιουργία και άλλων, σημαντικών μεταλλίων, που πήραν τα ονόματα σπουδαίων ταγών του ελληνικού θεάτρου:
Έτσι το έπαθλο «Μαρίκα Κοτοπούλη» έχει απονεμηθεί σε μεγάλες ηθοποιούς του θεάτρου. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις Έλλη Λαμπέτη, Μελίνα Μερκούρη, Άννα Συνοδινού, Αντιγόνη Βαλάκου, Ασπασία Παπαθανασίου, Ελένη Χατζηαργύρη, Ρένη Πιττακή, Κάτια Δανδουλάκη, Βέρα Ζαβιτσιάνου, Μιράντα Ζαφειροπούλου, Μάγια Λυμπεροπούλου, Δέσποινα Μπεμπεδέλη, Ράνια Οικονομίδου, Λήδα Πρωτοψάλτη, Μαρία Σκούντζου, Λυδία Κονιόρδου, Λήδα Τασοπούλου, Δήμητρα Χατούπη, Μπέττυ Αρβανίτη, Φιλαρέτη Κομνηνού και Λυδία Φωτοπούλου, Πέμυ Ζούνη αλλά και στις ηθοποιούς Τζένη Καρέζη και Αλίκη Βογιουκλάκη μετά θάνατον και Βάσω Μανωλίδου, Θάλεια Καλλιγά, Αλέκα Παϊζη και Ρούλα Πατεράκη για τη συνολική τους προσφορά.
Ξενάγηση στο Θεατρικό Μουσείο
Συγκεκριμένα, στην είσοδο του μουσείου παρουσιάζονται αφίσες παραστάσεων ελληνικών έργων που ανεβάστηκαν σε σημαντικά θέατρα του εξωτερικού από ξένους θιάσους και σπάνιες αφίσες και προγράμματα από παλαιούς ελληνικούς θιάσους. Με την παρουσίαση αυτή καταδεικνύεται η δύναμη του νεότερου ελληνικού δραματολογίου που κατορθώνει να ξεπερνά με επιτυχία τα σύνορα της χώρας. Στο μεγάλο διάδρομο εκτίθενται σπάνιες αφίσες και προγράμματα από παλαιούς ελληνικούς θιάσους στην Ελλάδα και σε ξένες χώρες
Το τέλος του διαδρόμου καταλήγει σε ένα χώρο αφιερωμένη στο θέατρο σκιών και στο κουκλοθέατρο που τόσο αγαπήθηκαν από μικρούς και μεγάλους. Εκεί εκτίθενται πολλές φιγούρες του Θεάτρου Σκιών του Ευγένιου Σπαθάρη και οι κούκλες από το Κουκλοθέατρο Αθηνών της Ελένης Θεοχάρη και Περάκη ο Μπαρμπαμυτούσης αλλά και το Κουκλοθέατρο Ακίνογλου της Εθνικής Αντίστασης
Η πρώτη αίθουσα είναι αφιερωμένη στο νεοελληνικό θέατρο και την όπερα. Εκτίθενται φωτογραφίες ηθοποιών, θιάσων, σκηνοθετών και συγγραφέων του 19ου και του 20ου αι.. μακέτες. Είναι αφιερωμένη στο νεοελληνικό θέατρο και περιλαμβάνει πλούσιο φωτογραφικό υλικό παλαιών θεάτρων, ηθοποιών, θιάσων, σκηνοθετών και θεατρικών συγγραφέων του 19ου και 20ού αιώνα. Σκηνικά αντικείμενα, φροντιστήριο και κοστούμια από ιστορικές παραστάσεις του ελληνικού θεάτρου που χρησιμοποίησαν ή φόρεσαν οι ηθοποιοί εκπρόσωποι του νεοελληνικού θεάτρου όπως ο Διονύσιος Ταβουλάρης, ο Ευάγγελος Παντόπουλος, ο Ευτύχιος Βονασέρας, η Ευαγγελία Παρασκευοπούλου, ο Εδμόνδος Φύρστ. Υπάρχει επίσης και ειδική προθήκη με προσωπικά αντικείμενα του ιστορικού του Νεοελληνικού Θεάτρου Γιάννη Σιδέρη. του μουσείου, ο οποίος αφιέρωσε τη ζωή του στη συγκέντρωση εκθεσιακού υλικού και στην έρευνα και μελέτη του ερασιτεχνικού και επαγγελματικού θεάτρου της νεότερης Ελλάδας.
Ιδιαίτερα αξιόλογα είναι και τα διαμορφωμένα καμαρίνια κορυφαίων πρωταγωνιστών της σκηνής, όπως των Αιμίλιου Βεάκη, Μαρίκας Κοτοπούλη, Κυβέλης, Έλλης Λαμπέτη, Αλέξη Μινωτή-Κατίνας Παξινού, Μελίνας Μερκούρη, Ελένης Παπαδάκη, Δημήτρη Χορν, Κατερίνας Ανδρεάδη, Δημήτρη Μυράτ, και τα προσφάτως διαμορφωμένα καμαρίνια της Τζένης Καρέζης και Αλίκης Βουγιουκλάκη, αλλά και από τον χώρο του μελοδράματος υπάρχει το καμαρίνι που είναι αφιερωμένο στην Μαρία Κάλλας. Σε όλα τα καμαρίνια βλέπουμε προσωπικά αντικείμενα, όπως γυαλιά των ηθοποιών, τα βαφτικά τους εργαλεία, ταμπακέρες, κοντυλοφόρους και πένες, φωτογραφίες τους από κοσμικές στιγμές, κοστούμια, περούκες, αφιερώσεις και σημειώματα, βιβλία που έχουν γραφτεί για τους ηθοποιούς αυτούς, αναμνηστικές πλακέτες μικροαντικείμενα που αποκτούν απεριόριστη αξία.
Πριν εισέλθει κανείς στις επόμενες δύο αίθουσες συναντά παραταγμένες τις προτομές ελλήνων ηθοποιών, συγγραφέων και σκηνοθετών όπως της Μαρίκας Κοτοπούλη, του Γρηγόριου Ξενόπουλου, του Νίκου Καζαντζάκη, του Βασίλης Λογοθετίδη και άλλων. Στις δύο αίθουσες παρουσιάζονται ζωγραφικές μακέτες σκηνικών και κοστουμιών γνωστών δημιουργών, όπως του Σπύρου Βασιλείου, του Σάββα Χαρατσίδη, του Γιάννη Μόραλη, του Νίκου Εγγονόπουλου, Ν. Χατζηκυριάκου- Γκίκα, του Γιάννη Τσαρούχη, του Βασίλη και Διονύση Φωτόπουλου. Σε ξεχωριστό χώρο φιλοξενούνται εκθέματα για το αρχαίο δράμα, όπως κοστούμια από αρχαίες τραγωδίες ενώ σε ξεχωριστή προθήκη παρουσιάζονται οι Δελφικές Εορτές του Άγγελου και της Εύας Σικελιανού με φωτογραφίες και αφίσες από τις παραστάσεις του «Προμηθέα Δεσμώτη» και τις «Ικέτιδες» αλλά και οι σκηνοθεσίες του Δημήτρη Ροντήρη. Ένα καμαρίνι για τον Κάρολο Κουν και το "Θέατρο Τέχνης" παρουσιάζει μια μεγάλη φωτογραφία με τον Κουν να σκηνοθετεί, το γραφείο και την καρέκλα που συνήθως κάθονταν στις πρόβες του και πάνω σε αυτό υπάρχουν τα γυαλιά του, ένα πακέτο τσιγάρα, ιδιόχειρες σημειώσεις, ένα γράμμα προς τον Γιάννη Σιδέρη, μία μακέτα του σκηνογράφου Φαίδωνα Πατρικαλάκη. Κοστούμια πρωταγωνιστών του ελαφρού θεάτρου (οπερέτα-επιθεώρηση), επισημαίνονται με πλήθος εκθεμάτων και πολύτιμων στοιχείων, όπως και με τα καμαρίνια των Βασίλη Αργυρόπουλου, Βασίλη Λογοθετίδη, Χριστόφορου Νέζερ, Μάνου Κατράκη και Σοφίας Βέμπο.
Η πληθώρα και η ποικιλία των εκθεμάτων και των αρχείων του Θεατρικού Μουσείου είναι τόσο μεγάλη που όποιος επισκέπτεται το συγκεκριμένο χώρο δεν μπορεί παρά να συνειδητοποιήσει την τεράστια αξία τους αλλά και να συλλογιστεί τον υπεύθυνο και σοβαρό ρόλο που έχουν αναλάβει ο πρόεδρος, το διοικητικό συμβούλιο αλλά κυρίως οι εργαζόμενοι του. Ολόκληρη η ιστορία του ελληνικού θεάτρου, μπορεί να ζωντανέψει μέσα από μία απλή περιήγηση στις αίθουσές του, μετατρέποντας και τον πιο ανυποψίαστο επισκέπτη σε κοινωνό της σπουδαίας καλλιτεχνικής παραγωγής που συντελέστηκε τους τελευταίους δύο αιώνες στον ελληνικό και όχι μόνο χώρο.

Επιδαύρια, με αφορμή τα 50 χρόνια ιστορίας του

Καταξιωμένοι σκηνοθέτες του εξωτερικού, όπως ο Peter Hall, με εκατοντάδες σκηνοθεσίες στις πλάτες τους και παγκόσμιας φήμης ηθοποιοί, όπως η Ιsabella Rosellini ή ο Gérard Depardieu θεωρούν μεγάλη τους τιμή και μοναδική ευκαιρία να σκηνοθετήσουν ή να πρωταγωνιστήσουν σε έργο που θα παρουσιαστεί στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Οι Έλληνες καλλιτέχνες έχουν την τύχη να συμμετέχουν στο καθιερωμένο Φεστιβάλ Επιδαύρου, με παραστάσεις αρχαίου δράματος. Φέτος ο θεσμός συμπληρώνει 50 χρόνια παρουσίας στην ελληνική θεατρική πραγματικότητα, παρά τις συζητήσεις των ειδικών γύρω από θέματα που αφορούν στα κριτήρια ανάθεσης του θεάτρου, την υπέρμετρη εισροή πειραματικών παραστάσεων που ίσως είναι ανοίκειες με την φυσιογνωμία τόσο του χώρου όσο και του θεσμού και κυρίως για το κατά πόσο ο εκμοντερντισμός του Φεστιβάλ λειτουργεί σε βάρος της ποιότητας του. Η κριτική στην διοργάνωση του Φεστιβάλ επικεντρώνεται στο γεγονός ότι σήμερα είναι πολύ πιο εύκολο ένας σκηνοθέτης ή ένας θίασος όχι ιδιαίτερα αναγνωρισμένος ή καταξιωμένος και χωρίς ιδιαίτερα δείγματα θεατρικής γραφής , να του ανατεθεί η συμμετοχή του στην Επίδαυρο. Αν κρίνει κανείς από την ιστορία του θεσμού τότε η κριτική έχει μία βάση.
Η πρώτη παράσταση που δόθηκε στο αρχαίο θέατρο του Πολύκλειτου, ο αρχιτέκτονας που φιλοτέχνησε το θέατρο στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα, κοινώς του θεάτρου της Επιδαύρου, πραγματοποιήθηκε από τον μεγάλο σκηνοθέτη του Εθνικού Θεάτρου, Δημήτρη Ροντήρη το 1938, ο οποίος παρουσίασε την Ηλέκτρα του Σοφοκλή με την Κατίνα Παξινού, Ηλέκτρα και την Ελένη Παπαδάκη, Κλυταιμνήστρα. Ήταν η πρώτη παράσταση των νεοελλήνων, μετά από χιλιάδες χρόνια. Κάθε προσπάθεια για θεσμοθέτηση αυτής της πρωτοβουλίας που είχε βρει ιδεολογική υποστήριξη στον μεγάλο θεωρητικό του Θεάτρου Αιμίλιο Χουρμούζιο, αυτός ονόμασε και το φεστιβάλ, «Επιδαύρια», σταμάτησε λόγω του Πολέμου. Το 1954 όμως, η παράσταση «Ιππόλυτος» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Ροντήρη πάλι, από το Εθνικό Θέατρο, ουσιαστικά αποτέλεσε την έναρξη της θεσμοθέτησης των «Επιδαυρίων», δίνοντας του διαστάσεις ετήσιας διοργάνωσης. Συντελεστές της ιστορικής παράστασης ήταν οι μεγάλοι ηθοποιοί του Εθνικού Θεάτρου, και οι Θάνος Κωτσόπουλος, Στέλιος Βόκοβιτς, Έλσα Βεργή, Αθανασία Μουστάκα και ο Αλέκος Αλεξανδράκης ως Ιππόλυτος.
Η αρχή έχει γίνει. Στις επόμενες δεκαετίες, θα παρελάσουν όλοι οι σκηνοθέτες και οι ηθοποιοί που μετά από τις πετυχημένες παραστάσεις τους στην Επίδαυρο, θα θεωρηθούν ως η αφρόκρεμα της νεοελληνικής προσέγγισης των αρχαίων τραγωδιών. Η Επίδαυρος θα λειτουργήσει ως μηχανισμός αναγνώρισης και αποδοχής των ελλήνων καλλιτεχνών. Σίγουρα πολλές ήταν οι παραγωγές που ουσιαστικά βυθίστηκαν μέσα σε αυτόν τον «ιερό» χώρο, καθώς τα ενεργειακά επίπεδα της φυσικής σκηνογραφίας ήταν υπέρτερα της καλλιτεχνικής τους προσπάθειας.
Το 1955, ο Αιμίλιος Χουρμούζιος αναλαμβάνει την διεύθυνση του Εθνικού, το οποίο για μία εικοσαετία κατείχε το μοναδικό προνόμιο να ανεβάζει μόνο αυτό παραστάσεις στο θέατρο της Επιδαύρου. Η διαδικασία προετοιμασίας μιας παράστασης, διαρκούσε όλο το χρόνο και μάλιστα ο θίασος έκανε πρόβες στην ορχήστρα του θεάτρου, της Επιδαύρου για μήνες, σε αντίθεση με σήμερα που κάθε θίασος διαθέτει το πολύ τρεις μέρες για να στήσει τα σκηνικά του και να προσαρμόσει την παράσταση στο θέατρο. Μάλιστα, στα «Επιδαύρια», μέχρι το 1957, παρουσιάζονταν μόνο παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας και όχι αρχαίας κωμωδίας. Αυτό αναιρέθηκε από τον σκηνοθέτη Αλέξη Σολομό, ο οποίος και πρωτοπαρουσίασε το έργο του Αριστοφάνη, «Λυσιστράτη» και από τότε παραστάσεις αρχαίας κωμωδίας ήταν στο μόνιμο πρόγραμμα των Επιδαυρίων. Πρωταγωνιστές ήταν ηθοποιοί που κυριάρχησαν στην κωμικό είδος, η Μαίρη Αρώνη και ο Χριστόφορος Νέζερ.
Τη δεκαετία του '60, αλλά ακόμη και στη διάρκεια της δικτατορίας, τα Επιδαύρια διεξάγονταν κανονικά. Με διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου τον Ε. Φωτιάδη ανέβηκαν παραστάσεις όπως η Ηλέκτρα του Ευριπίδη, το 1969. Κυρίως όμως, η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής αλλά και η Άννα Συνοδινού, με την Αντιγόνη του Σοφοκλή το 1956, που παρακολούθησε το ασύλληπτο νούμερο των 16.000 θεατών, ήταν οι ηθοποιοί που άνοιξαν τον δρόμο και βοήθησαν στην εξέλιξη των ελλήνων τραγωδών και κωμωδών. Τέτοιοι ήταν οι Τάκης Μουζενίδης, με τον «Ηρακλή Μαινόμενο» το 1960, και πρωταγωνιστή τον Θάνο Κωτσόπουλο αλλά και Αλέξης Σολομός, το 1964, με την σπουδαία τραγωδία, οι "Ικέτιδες" του Αισχύλου.
Κατά την δεκαετία του '70, αναιρείται η μονοπωλιακή χρήση του θεάτρου της Επιδαύρου και η συμμετοχή στα Επιδαύρια, μόνο από το Εθνικό Θέατρο. Έτσι, το θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν απέκτησε το δικαίωμα να παρουσιάσει τις παραστάσεις του και στην Επίδαυρο, τη στιγμή που είχε γίνει γνωστό ήδη σε ολόκληρο τον κόσμο με περιοδείες τόσο στην Ευρώπη, όσο και την Αμερική, αποσπώντας και διθυραμβικές κριτικές. Το Θέατρο Τέχνης και ο Κάρολος Κουν παρουσιάζουν τους "Όρνιθες", και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος την Ηλέκτρα του Σοφοκλή με την Άννα Συνοδινού και τη Νέλλη Αγγελίδου, σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη. Την ίδια χρονιά επανέρχεται στην Επίδαυρο και ο Αλέξης Μινωτής με τον "Οιδίποδα επί Κολωνώ" του Σοφοκλή.
Το Θέατρο Τέχνης Κ. Κουν μονοπωλεί το ενδιαφέρον του επιλεκτικού κοινού, και παρουσιάζει τις "Βάκχες" του Ευριπίδη, όπου ξεχωρίζει η ερμηνεία του Μίμη Κουγιουμτζή ως Διονύσου, προχωρώντας σε πρωτοποριακές προσεγγίσεις αρχαίου δράματος. Και άλλοι όμως σπουδαίοι θίασοι, που σήμερα πλέον είναι ευρύτατα αποδεκτοί και γνωστοί, όπως ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου αλλά κυρίως το Αμφι-Θέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου στην δεκαετία του 1980, αποτελούν μόνιμους συμμετέχοντες. Ειδικά η παράσταση του Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου, "Ικέτιδες" του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Νίκου Χαραλάμπους, θεωρείται αξιόλογη παράσταση.
Ηθοποιοί που με τις ερμηνείες τους καθιερώνονται ως οι τραγωδοί τις εποχής τους είναι οι Ρένη Πιττακή, Δέσποινα Μπεμπεδέλη, Μαρία Σκούντζου. Επίσης, τραγικοί ρόλοι που ανέδειξαν ηθοποιούς στην Επίδαυρο ήταν ο Νικήτας Τσακίρογλου με τον "Προμηθέα Δεσμώτη" του Σοφοκλή από το Αμφι-Θέατρο, ο Γιώργος Λαζάνης με τον "Φιλοκτήτη" του Σοφοκλή από το Θέατρο Τέχνης. Επίσης νέες σκηνοθεσίες βρίσκουν την θέση τους στην ιστορία μέσα από τα Επιδαύρια. Έτσι ο Μίμης Κουγιουμτζής σκηνοθετεί τον "Πλούτο" του Αριστοφάνη με το Θ. Τέχνης, ο Βασίλης Παπαβασιλείου σκηνοθετεί «Οιδίποδα Τύραννο», ο Γιώργος Κιμούλης την «Αντιγόνη" του Σοφοκλή.
Πολλοί ήταν αυτοί που δυσανασχέτησαν όταν παρουσιάστηκαν πειραματικές παραστάσεις ελλήνων και ξένων σκηνοθετών στα Επιδαύρια. Παραστάσεις όπως του Βουτσινά με τους ηθοποιούς να καπνίζουν επί σκηνής ή στην Ηλέκτρα του Μιχαήλ Μαρμαρινού, όπου η Ηλέκτρα μεταφέρονταν με καροτσάκι οικοδομής στην σκηνή αλλά κυρίως η παράσταση που συγκλόνισε, αρνητικά, το κοινό, οι «Βάκχες» του γερμανού Mattias Langoff όπου οι ηθοποιοί ουρούσαν επί σκηνής, ξεκίνησαν μία νέα φιλολογία για το κατά πόσο πρέπει να υπάρχει ένας κώδικας και ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο δεν θα πρέπει να ξεφεύγει κάθε παράσταση που παίζεται στον ιστορικό χώρο της Επιδαύρου, άποψη που ουσιαστικά θέλει να ορίσει τον τρόπο που θα παρουσιάζει ο κάθε δημιουργός τις σκηνοθετικές του απόψεις.
Το μόνο σίγουρο είναι, το μεγαλύτερο φεστιβάλ στην Ελλάδα και ιδιαίτερα διαδεδομένο και περιζήτητο στο εξωτερικό διανύει μισό αιώνα ύπαρξης, γεγονός που οφείλεται κυρίως στον τόπο διεξαγωγής του. Ένας χώρος που για όποιον τον έχει επισκεφθεί, πραγματικά αισθάνεται το δέος που δημιουργεί η σκέψη ότι προϋπήρχε για χιλιάδες χρόνια, αλλά πρώτιστα την ενέργεια που εκπέμπει το θεατρικό αυτό οικοδόμημα.

Η Εθνική Λυρική Σκηνή…παρουσιάζεται

Η όπερα είναι κοσμική μουσική σύνθεση με σκηνική δράση. Ο γενικός όρος όπερα προέρχεται από τη ιταλική έκφραση opera in musica, δηλαδή έργο με μουσική. Κύρια συστατικά της δομής της όπερας είναι: η εισαγωγή της ορχήστρας, οι άριες, τα φωνητικά ντουέτα, τρίο, κουαρτέτα, κουιντέτα, σεξτέτα, σύνολα σολιστών, τα χορωδιακά μέρη, τα ρετσιτατίβα και τα ορχηστρικά κομμάτια. Η όπερα είναι μια ενότητα που συγκεντρώνει σε μια θεατρική παράσταση πολυάριθμες καλλιτεχνικές μορφές, όπως το δράμα, τη μουσική, τις εικαστικές τέχνες και το χορό. Οι χαρακτήρες των ηρώων αποκαλύπτονται περισσότερο ολοκληρωμένα στα σόλο. Σε μερικά είδη όπερας χρησιμοποιείται και ο ομιλούμενος διάλογος. Τα μουσικά σύνολα συνοδεύουν τους διάλογους και τη δράση. Η ορχήστρα παίζει σημαντικό ρόλο στην όπερα ενώ η χρήση της είναι ποικίλη. Προς το τέλος του 16ου και τις αρχές του 17ου αιώνα εμφανίζονται στην Ιταλία οι μορφές στις οποίες στηρίχτηκε όλη η σύγχρονη μουσική: η όπερα, το ορατόριο και η μελωδία με συνοδεία. Με την Ευρυδίκη του Jacopo Peri σε λιμπρέτο του Ottavio Rinuccini αρχίζει η ιστορία της όπερας. Πολλοί υποστηρίζουν ότι το μελόδραμα, όπως αλλιώς ονομάζεται η όπερα, κατάγεται από τα Θρησκευτικά δράματα του 15ου αιώνα. Σύμφωνα με άλλους μελετητές αποτελεί εξέλιξη των τραγουδιών της αρχαίας Ελλάδας. Η οπερέτα είναι σύντομη όπερα με ανάλαφρο ύφος, κωμικά στοιχεία και διάλογους σε πεζό λόγο. Στην Ελλάδα οι εκπρόσωποί της υπήρξαν οι Θεόφραστος Σακελλαρίδης (1883-1950) και Νίκος Χατζηαποστόλου (1879-1941). Η οπερέτα ξεκίνησε στην Ελλάδα στο τέλος του 19ου αιώνα ως απομίμηση της βιεννέζικης και της παρισινής. Με τους Σακελλαρίδη και Χατζηαποστόλου πήρε αυτό το μουσικό είδος ελληνικό χαρακτήρα.
Το λυρικό θέατρο στην Ελλάδα, σήμερα εκπροσωπείται από την Εθνική Λυρική Σκηνή. Το σημαντικότερο έργο που καλείται να προσφέρει η Εθνική Λυρική Σκηνή είναι να βοηθήσει τον έλληνα θεατή να έρθει σε επαφή με την ιδιαίτερη και εξειδικευμένη τέχνη της όπερας. Στις δραστηριότητες και τους σκοπούς της Λυρικής Σκηνής περιλαμβάνονται οι παραστάσεις όπερας, οπερέτας, μπαλέτου, μιούζικαλ και μουσικού θεάτρου του ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου από τη γέννηση της όπερας μέχρι και σήμερα. Επίσης η Ε.Λ.Σ. διοργανώνει συναυλίες συμφωνικής μουσικής με την ορχήστρα της και συναυλίες μουσικής δωματίου με την ορχήστρα δωματίου. Τα ενδιαφέροντα όμως της Ε.Λ.Σ. επεκτείνονται και σε θεωρητικό επίπεδο μέσα από διαλέξεις που αφορούν στην ανάλυση των νέων παραγωγών αλλά και τη σύσταση, οργάνωση και λειτουργία εθνικού μουσικού αρχείου, μουσικής βιβλιοθήκης και μουσείου με κοστούμια, μακέτες σκηνικών, παρτιτούρες και αντικείμενα από μεγάλες παραστάσεις της. Σημαντική πρωτοβουλία που πάρθηκε από την Ε.Λ.Σ. τελευταία είναι η παρουσίαση παραστάσεων όπερας για παιδιά αλλά και ειδικές εκδηλώσεις όπερας και μπαλέτου με την μορφή εκπαιδευτικών-μαθητικών συναυλιών. Η προσπάθεια δε διδασκαλίας και εκπαίδευσης στη τέχνη της όπερας γίνεται μέσα από την λειτουργία Στούντιο Όπερας και Μπαλέτου, σε επαγγελματικό επίπεδο, για νέους λυρικούς καλλιτέχνες.
Η Ε.Λ.Σ. δραστηριοποιείται σε τέσσερις Σκηνές: Στη Κεντρική Σκηνή, στο Θέατρο «Ολύμπια», Αίθουσα "Μαρία Κάλλας" όπου ανεβαίνουν παραστάσεις Όπερας και Μπαλέτου, τη Νέα Σκηνή, στο "Θέατρο Ακροπόλ" όπου πραγματοποιούνται παραστάσεις Ελληνικής Οπερέτας, την Παιδική Σκηνή, στο "Θέατρο Ακροπόλ" όπου πραγματοποιούνται καθημερινά παραστάσεις όπερας επεξεργασμένης για νέους και παιδιά και την Πειραματική Λυρική Σκηνή, Studio της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, που σκοπό έχει την προώθηση νέων μορφών και τεχνικών της οπερατικής τέχνης. Το φετινό πρόγραμμα της Ε.Λ.Σ. περιλαμβάνει: Τον Ιανουάριο του 2006 τις όπερες «Η Ιταλίδα στο Αλγέρι» του Τζοάκινο Ροσσίνι, τον Φεβρουάριο του 2006 την «Τραβιάτα» του Τζουζέπε Βέρντι και τους «Παλιάτσους» του Ρουτζέρο Λεονκαβάλλο ενώ τον Μάρτιος του 2006 τους «Γάμους Του Φίγκαρο» του Β.Α.Μότσαρτ. Επίσης η Ε.Λ.Σ. θα παρουσιάσει τις οπερέτες «Χριστίνα» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, «Απάχηδες των Αθηνών» του Νίκου Χατζηαποστόλου και τον «Ορφέα» του Ζακ Όφενπμαχ που είναι όπερα για παιδιά.
Η αλήθεια είναι ότι ενώ η Εθνική Λυρική Σκηνή έχει προσφέρει τόσα πολλά στην Ελλάδα και ο ιστορικός και καλλιτεχνικός ρόλος της είναι αδιαμφισβήτητος, σήμερα αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα χώρου. Οι λύσεις που δίνονται είναι προσωρινές, αφού αναγκάζεται να δανείζεται θεατρικά κτίρια και αίθουσες που δεν αντιστοιχούν στο μέγεθος και την αξία των παραστάσεων που συνεχώς και ακούραστα συνεχίζει να παρουσιάζει.
Η ιστορία του λυρικού θεάτρου στην Ελλάδα πορεύεται και εξαρτάται από την ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου και της ελληνικής δραματικής τέχνης. Η δημιουργία της βασίστηκε στο Ελληνικό Μελόδραμα, του οποίου αποτελεί συνέχεια και ιδρύθηκε από τους Ναπολέοντα Λαμπελέτ, Διονύσιο Λαυράγκα και μια ομάδα μουσικών. Το 1888 παρουσιάστηκε η πρώτη ελληνική όπερα στο παλιό θέατρο "Μπούκουρα", "Ο υποψήφιος βουλευτής" του Σπύρου Ξύνδα. Από το 1888-1890 το Ελληνικό Μελόδραμα περιόδευσε στις εστίες του απόδημου Ελληνισμού της Αιγύπτου, Ρωσίας, Τουρκίας και Ρουμανίας, παρουσιάζοντας τα έργα: "Υποψήφιος βουλευτής" του Σπύρου Ξύνδα, "Απαγωγή από το Σεράι" του Μότσαρτ, "Μάρκος Μπότσαρης" του Παύλου Καρρέρ, "Φαβορίτα" και "Λουκία ντι Λαμερμούρ" του Ντονιτσέτι και "Υπνοβάτιδα" του Μπελίνι.
Το 1939, παράλληλα με την ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου της Ελλάδας, αρχικά ονομαζόμενο ως Βασιλικό Θέατρο ιδρύθηκε η Ε.Λ.Σ. (σαν τμήμα του τότε Βασιλικού Θεάτρου) με διευθυντή τον Κωστή Μπαστιά που παρέμεινε στη θέση αυτή για περισσότερα από 25 χρόνια, ενώ από το 1944 λειτουργεί σαν αυτόνομος οργανισμός. Η πρώτη παράσταση της Ε.Λ.Σ. ήταν με την οπερέτα του Στράους "Νυχτερίδα" στις 5 Μαρτίου του 1940. Από το Ελληνικό Μελόδραμα και την Ε.Λ.Σ. πέρασαν όλα τα μεγάλα ονόματα του λυρικού τραγουδιού, που διέπρεψαν και στο εξωτερικό. Ήταν ο Γιάννης Αγγελόπουλος, τον οποίο ο ιταλικός τύπος είχε χαρακτηρίσει σαν "τον πρώτο Ριγγολέτο του κόσμου", η Ζωή Βλαχοπούλου, γνωστή και σαν "Μπατερφλάι του πολέμου", επειδή εκείνη τραγουδούσε το ρόλο όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, αλλά και οι Οδ. Λάππας, Ν. Μοσχονάς, Μαργ. Πέρρα, Ν. Επιτροπάκης, Κ. Εγκολφόπουλος, Ελ. Σουλιώτη, Ελ. Βλαχοπούλου, καθώς και οι νεώτεροι Τατιάνα Τρογιάνος, Αντιγόνη Σγούρδα, Βασ. Γιαννουλάκος, Δημ. Καβράκος, Τζον Μοδινός, Δάφνη Ευαγγελάτου και πολλοί άλλοι.
Η σημαντικότερη μορφή, βέβαια είναι εκείνη της Μαρίας Κάλλας. Υπέγραψε το πρώτο της επαγγελματικό συμβόλαιο με την Ε.Λ.Σ. στις 20 Ιουνίου 1940. Είκοσι χρόνια μετά, επέστρεψε για να υπογράψει καινούργιο συμβόλαιο, πάλι με τον Κωστή Μπαστιά, για τις παραστάσεις της Ε.Λ.Σ. στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Το 1960 ερμήνευσε τη "Νόρμα" του Μπελίνι και το 1961 τη "Μήδεια" του Κερουμπίνι. Σημαντική, όμως, είναι η παρουσία της Ε.Λ.Σ. και στο Φεστιβάλ Αθηνών, σχεδόν κάθε χρόνο, από το 1955 που άνοιξε τις πύλες του. Στο πρώτο Φεστιβάλ, το 1955, ανέβασε την όπερα του Γλούκ "Ορφέας και Ευρυδίκη", υπό τη διεύθυνση του Φιλοκτήτη Οικονομίδη. Στη διάρκεια της λειτουργίας της, η Ε.Λ.Σ. έχει συμπεριλάβει όλο σχεδόν το παγκόσμιο ρεπερτόριο της όπερας, αλλά και αναβίωσε τις δημιουργίες ελλήνων συνθετών που μεσουρανούσαν στο ελληνικό μελόδραμα στα τέλη του 18ου αι και 19ου αι.
Η Εθνική Λυρική Σκηνή συμπληρώνει τη ενεργή και σχεδόν μοναχική πορεία της στο χώρο και τον χρόνο των παραστατικών τεχνών με την Χορωδία και το Μπαλέτο της που ιδρύθηκαν επίσης το 1939. Η πρώτη αποτελείται από επαγγελματίες τραγουδιστές και τη διδασκαλία των έργων και τη διεύθυνσή της, έχουν αναλάβει, κατά χρονολογική σειρά, η 'Ελλη Νικολαϊδου, ο Μιχάλης Βούρτσης, ο Πέτρος Τζαφέρης και η Φανή Παλαμίδη. Το δεύτερο, που στην ίδρυσή του, διευθύνθηκε από τον χορευτή–χορογράφο Σάσα Μάχωφ, την περίοδο 1995–1999 από τον Λ. Ντεπιάν, και από το 1999 από την Α. Πέτροβα, πραγματοποιεί περιοδείες και εκτός Ελλάδος: Αίγυπτος (1999 και 2000), Τουρκία (2001), Μελβούρνη, Αδελαΐδα και Σίδνευ (2002). Στο ρεπερτόριο του Μπαλέτου περιλαμβάνονται πολλά κλασικά έργα όπως Ζιζέλ, Ρωμαίος και Ιουλιέτα, Ωραία Κοιμωμένη, Δον Κιχώτης, Κουρσάρος, Καρυοθραύστης, Ζορμπάς άλλα και μπαλέτα του σύγχρονου ρεπερτορίου.

Το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος

Ένας σημαντικός θεσμός του ελληνικού θεάτρου είναι το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Το κρατικό αυτό θέατρο, ο αντίποδας του Εθνικού Θεάτρου της Ελλάδας, αποτελεί την καλύτερη απάντηση στο αθηνοκεντρικό σύστημα παραγωγής θεατρικής δραστηριότητας. Τόσο το κύρος που έχει αποκτήσει μετά από τα τόσα χρόνια λειτουργίας του, παρά τα πολλά προβλήματα που αντιμετώπισε, όσο και η καλλιτεχνική συνεισφορά του στη μεταπολεμική θεατρική ιστορία, ανάγουν αυτόν τον θεατρικό οργανισμό σε κέντρο πολιτιστικής και πολιτισμικής κίνησης. Η δημιουργία του πρώτου κρατικού θεάτρου της Θεσσαλονίκης εξαρτήθηκε από συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες. Τον Απρίλιο του 1939, ιδρύεται η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, στην αίθουσα Βιβλιοθήκης Θεσσαλονίκης. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους, ο Κωστής Μπαστιάς, γενικός διευθυντής τότε του Εθνικού Θεάτρου εγκαινιάζει το Βασιλικό Θέατρο. Το 1942, υπό τον κίνδυνο της δημιουργίας κλιμακίου του Εθνικού Θεάτρου της Σόφιας στη Θεσσαλονίκη από τους Γερμανούς, η ελληνική κυβέρνηση επισπεύδει τη δημιουργία κρατικού θεάτρου στη πόλη. Το 1943 οι Γερμανοί, γνωρίζοντας ότι εισέρχονται οι σύμμαχοι στη Θεσσαλονίκη, δίνουν την άδεια για τη δημιουργία του πρώτου Κρατικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης. Μετά την απελευθέρωση το Κρατικό Θέατρο μετονομάζεται σε «Λαϊκό Θέατρο Βορείου Ελλάδος». Το νέο θέατρο δεν διαθέτει τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους για την επιβίωσή του και κλείνει το 1945. Έπρεπε να περάσουν δεκαπέντε χρόνια, όταν τον Ιανουάριο του 1961, με απόφαση του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, ιδρύεται το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (Κ.Θ.Β.Ε.) και η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών υποχρεώνεται να παραχωρήσει την ιδιοκτησία της στο καινούργιο θέατρο. Πρώτος Διευθυντής του θεάτρου διορίζεται ο Σωκράτης Καραντινός, σκηνοθέτης του Εθνικού Θεάτρου. Ο Καραντινός, μαζί με τον ιστορικό και θεωρητικό του θεάτρου Λίνο Πολίτη και τον Γιώργο Θέμελη, εισάγουν την ιδεολογική πλατφόρμα του Θεάτρου. Ο σκοπός είναι να δημιουργηθεί ένα κρατικό θέατρο που να ανήκει όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη αλλά σε όλη την Βόρεια Ελλάδα.
Η πρώτη παράσταση του Κρατικού Θεάτρου είναι ο «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή σε μετάφραση Φώτου Πολίτη και σκηνοθεσία του Σωκράτη Καραντινού. Παρουσιάζεται στο αρχαίο θέατρο των Φιλίππων, στο αρχαίο θέατρο Θάσου, και στο «Καυτατζόγλειο» στάδιο Θεσσαλονίκης. Την άνοιξη της επόμενης χρονιάς η παράσταση περιοδεύει σε δεκαπέντε πόλεις της Μακεδονίας. Ο Καραντινός κατάφερε να εισάγει το εναλλασσόμενο δραματολόγιο (τη παρουσίαση δηλαδή παραστάσεων πολλών θεατρικών έργων σε μικρό χρονικό διάστημα, συνήθως με τους ίδιους ηθοποιούς ), να προωθήσει πρωτοποριακά έργα και το νεοελληνικό θεατρικό κείμενο, αλλά και να εντάξει τις παραστάσεις του Κρατικού στο Ηρώδειο. Επίσης στις μέρες του Καραντινού, παρέλασαν μεγάλες και καταξιωμένες προσωπικότητες του ελληνικού θεάτρου, όπως οι σκηνοθέτες, Αλέξης Σολομός, Πέλος Κατσέλης, Μίνως Βολανάκης, σκηνογράφοι όπως ο Σπύρος Βασιλείου, ο Νίκος Εγγονόπουλος και ηθοποιοί όπως η Κυβέλη, ο Αιμίλιος Βεάκης, η Άννα Συνοδινού, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ. Επίσης μία ευρεία γκάμα έργων βρίσκουν την σκηνική τους παρουσίαση στο Κρατικό Θέατρο: Έργα του Σοφοκλή, Ευριπίδη, Αισχύλου, Ξενόπουλου, Τερζάκη, Σικελιανού, Μπέκετ, Ελιοτ, Σαίξπηρ, Λόρκα, Ίψεν, Τσέχωφ. Η συνεχώς ανοδική πορεία του θεάτρου, που αναγνωρίζεται καθολικά κερδίζοντας τον θεατρικό χώρο, διακόπτεται απότομα από το πραξικόπημα της 21 Απριλίου 1967.
Από το 1967 έως το 1974 γενικός διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος διορίζεται ο συγγραφέας και κριτικός θεάτρου Γιώργος Κιτσόπουλος. Στο Θέατρο προσλαμβάνεται ο Θάνος Κωτσόπουλος, πρωταγωνιστής του Εθνικού Θεάτρου ως ηθοποιός και σκηνοθέτης αλλά και σκηνοθέτες Κώστας Μιχαηλίδης και Γιώργος Θεοδοσιάδης. Το 1969 εγκαινιάζεται με τις «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Σπ. Ευαγγελάτου μια πρωτοποριακή σκηνή. Η «Νέα Σκηνή» του Κρατικού είναι ένας χώρος που στοχεύει στο πειραματισμό και την αναζήτηση καινούργιας θεατρικής φόρμας σε συγγραφικό και σκηνοθετικό επίπεδο. Παρουσιάζονται συγγραφείς όπως ο Στρατής Καρράς, ο Ντίνος Ταξιάρχης, ο Χρήστος Σαμουηλίδης, αλλά και ξένοι όπως ο Ευγένιος Ιονέσκο, ο Αλμπέρ Καμύ, ο Τζέιμς Τζόυς. Τον Σεπτέμβριο 1973, ιδρύεται η Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. που παρέχει δωρεάν πλήρη θεατρική και γενικότερα καλλιτεχνική παιδεία και αποτελεί φυτώριο για νέους ηθοποιούς.
Μετά τη πτώση της δικτατορίας, από τον Οκτώβριο του 1974 έως τον Μάιο του 1977, αναλαμβάνει γενικός διευθυντής του Κ.Θ.Β.Ε. ο Μίνως Βολανάκης. Η δραστηριότητα του θεάτρου επεκτείνεται σε όλη την Ελλάδα και ο αριθμός των θεατών του πολλαπλασιάζεται, ενώ οι περιοδείες από την ίδρυσή του ανέρχονται σε 663 πόλεις, με αποκορύφωση την έξοδο του στο εξωτερικό και ειδικότερα ση Σοβιετική Ένωση και τη Βουλγαρία με τις παραστάσεις «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή και «Μήδεια» του Αισχύλου. Επί διευθύνσεως Βολανάκη το Κρατικό αρχίζει να αντιμετωπίζεται ισότιμα με το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδος και αυτό μπορεί να συνοψιστεί στο γεγονός ότι μπορεί να παρουσιάζει κάθε χρόνο μια παράσταση στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου και να φιλοξενείται κάθε άνοιξη στις σκηνές του Εθνικού. Επίσης, για πρώτη φορά οι ηθοποιοί του Θεάτρου συνδικαλίζονται, ιδρύουν δικό τους σύλλογο και μπορούν να διεκδικήσουν τα συμβόλαια τους και τις συνθήκες εργασίας τους. Τέλος στη περίοδο αυτή, συνεργάζονται με το θέατρο καλλιτέχνες που θεωρούνται κορυφαίοι για το έργο τους τόσο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, όπως οι σκηνογράφοι Ντένυ Βαχλιώτη, Βασίλης Φωτόπουλος, Διονύσης Φωτόπουλος ή οι μουσικοί Μίκης Θεοδωράκης και Θεόδωρος Αντωνίου.
Η περίοδος Βολανάκη λήγει το 1977 με μια σειρά διοικητικών προβλημάτων. Προηγουμένως έχει καταργηθεί η «Νέα Σκηνή» και ήδη οι περιοδείες στην επαρχία έχουν ελαττωθεί σημαντικά. Η κρίση στο Κρατικό φαίνεται να οφείλεται στις καλλιτεχνικές πρωτοβουλίες του Βολανάκη, που αναλαμβάνονταν μαζί με Διοικητικό Συμβούλιο αλλά συνήθως χωρίς την έγκριση της Καλλιτεχνικής Επιτροπής που είχε συσταθεί μεταπολιτευτικά. Αυτή η «ομαδική» προοπτική λήψης αποφάσεων, οφείλεται στη γενικότερη δημοκρατική προσέγγιση των δραστηριοτήτων που ενέπνεε η συγκεκριμένη πολιτική περίοδος. Εξάλλου το διοικητικό συμβούλιο είχε μόλις επανασυσταθεί, αφού κατά την διάρκεια της δικτατορίας, καταργήθηκε για να αντικατασταθεί από τον Οργανισμό Κρατικών Θεάτρων Ελλάδος, στο οποίο ανήκε και το Κ.Θ.Β.Ε., που ήταν υπεύθυνο για την λήψη αποφάσεων όλων των κρατικών θεάτρων.
Από τον Μάιο του 1977 ως τον Σεπτέμβριο του 1980, γενικός διευθυντής του θεάτρου γίνεται ο Σπύρος Ευαγγελάτος που το οργανώνει σε πολλά επίπεδα. Εφαρμόζει πάλι το εναλλασσόμενο δραματολόγιο, επαναλειτουργεί τη «Νέα Σκηνή», στεγάζεται στη «Κεντρική Σκηνή» και αργότερα στο διαμορφωμένο χώρο του «Υπερώου». Εμφανίζονται σκηνοθέτες που εκφράζουν διαφορετικές σκηνοθετικές σχολές όπως ο Σταύρος Ντουφεξής, ο Γιώργος Χουβαρδάς, ο Θεόδωρος Τερζόπουλος, ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, ο Τάκης Μουζενίδης. Η περίοδος Ευαγγελάτου είναι μια ευκαιρία να ξαναγυρίζει το θέατρο στο αρχικό του όραμα για φορέα τέχνης που θα κοινωνεί την έκφρασή του σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα. Από το Νοέμβριο του 1977 άρχισε να λειτουργεί το "Θέατρο της Θράκης" με έδρα την Κομοτηνή. Στην αποκεντρωτική αυτή προσπάθεια προστέθηκε ύστερα από μια διετία και το "Θέατρο Ανατολικής Μακεδονίας" με έδρα τις Σέρρες. Οι δύο αυτές σκηνές λειτούργησαν ως το 1984. Επίσης ο Ευαγγελάτος ίδρυσε τη Ποντιακή σκηνή και τη Παιδική σκηνή. Στα επόμενα χρόνια του Κρατικού Θεάτρου επί θητείας του Νίκου Μπακόλα (1980-1983) αλλά και κυρίως του Νίκου Χουρμουζιάδη (1984-1985), καταργήθηκαν τα επιτυχημένα παρατήματα του θεάτρου στη Θράκη και ανατολική Μακεδονία, με απόφαση της Πολιτείας, αφού σχεδιάζονταν η ίδρυση δημοτικών Περιφερειακών θεάτρων και παράλληλα προωθήθηκε σχέδιο ίδρυσης μόνιμης σκηνής όπερας, περιλήφθηκε σκηνή κουκλοθεάτρου, μετονομάστηκε η Νέα σκηνή σε «Υπερώον» και δραστηριοποιήθηκε το «Αέναον Χοροθέατρο».
Τον Ιούνιο του 1986 μεταξύ του Γιάννη Χουβαρδά και του Μίνωα Βολανάκη επιλέγεται ξανά για διευθυντής ο δεύτερος, αλλά η διεύθυνσή του χαρακτηρίστηκε από συγκρούσεις με το Διοικητικό Συμβούλιο και με τους εργαζόμενους του θεάτρου, οδηγώντας τον πρώτο σε εκούσια απομάκρυνσή του από τη διεύθυνση του θεάτρου. Επιπρόσθετα, οι απεργίες των ηθοποιών τον 1988 και η αποχώρηση του Ντάνιελ Ρομελ από το Χοροθέατρο, οδήγησαν το Κ.Θ.Β.Ε. σε μία δύσκολη περίοδο κρίσης και αβεβαιότητας. Βέβαια, η καλλιτεχνική δραστηριότητα του Βολανάκη της δεύτερης περιόδου ξεχώρισε για την επαναλειτουργία του Βασιλικού Θεάτρου ως σκηνή του θεάτρου, την πρόσληψη σημαντικών ηθοποιών όπως ο Γιώργος Κιμούλης, η Ελένη Ράντου ο Στέφανος Κυριακίδης αλλά και σκηνοθετών, όπως ο Ανδρέας Βουτσινάς, η Πέπη Οικονομοπούλου, ο Νίκος Χαραλάμπους.
Την ανατρεπτική κατάσταση που είχε δημιουργηθεί με τις εκατέρωθεν αντιπαραθέσεις, ανέλαβε να ισορροπήσει ο πρόεδρος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής Νίκος Χουρμουζιάδης, επιλέγοντας εύστοχο ρεπερτόριο και την υποστήριξη των εργαζομένων. Ο Δημήτρης Μαρωνίτης, ως επόμενος αλλά μάλλον μεταβατικός καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου, αφού παρέμεινε μόνο για έντεκα μήνες σε ένα ευρύτερα μεταβατικό κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον εξαιτίας των γεγονότων του 1989, αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα, σε σημείο υπονόμευσης του καλλιτεχνικού του οράματος. Με τη δεύτερη θητεία του Νίκου Μπακόλα το Κ.Θ.Β.Ε επανήλθε στη σταθερότητα. Έτσι, ένα μεγάλος οικονομικό χρέος εξαλείφθηκε, εφαρμόστηκε πλούσιο ρεπερτόριο κλασικών και σύγχρονων έργων, προωθήθηκε το νεοελληνικό κείμενο, στοιχεία που αύξησαν τον αριθμό των θεατών και βελτίωσαν την άποψη του κοινού για το Θέατρό τους.
Με την εκλογή του Βασίλη Παπαβασιλείου ως καλλιτεχνικό διευθυντή, αλλάζει το νομικό πλαίσιο λειτουργίας των κρατικών σκηνών από Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου σε Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, που σήμαινε τον τερματισμό του δημόσιου χαρακτήρα των θεάτρων και ο μετασχηματισμός τους σε οργανισμούς που διέπονται από του νόμους της ιδιωτικής αγοράς. Ο Παπαβασιλείου διατέλεσε για 5 χρόνια από το 1994 έως το 1999, διευθυντής και η θητεία του κρίθηκε επαρκής με πλήρη λειτουργία των σκηνών του. Προσπάθησε να στραφεί το θέατρο στην έρευνα, την ανακάλυψη, την αναζήτηση του θεατρικού πνεύματος. Σκηνοθετεί πολλές παραστάσεις, με επιφανέστερες την «Ορέστεια» του Αισχύλου, τον «Αίαντα» του Σοφοκλή, την «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη. Το 1996, εντάσσει το Κ.Θ.Β.Ε. στην Ένωση Ευρωπαϊκών Θεάτρων, ανακατασκευάζει τις σκηνές και χρησιμοποιεί τη σκηνή του «Μύλου» για θεατρικά αναλόγια. Επίσης, καταφέρνει τη δημιουργία θεάτρου στη μονή Λαζαριστών , όπου μεταφέρεται μόνιμα η δραματική σχολή.
Σήμερα Το Κ.Θ.Β.Ε διαθέτει τέσσερις χειμερινές σκηνές και δύο ανοιχτά θερινά θέατρα. Η μόνιμη πλέον έδρα του Κ.Θ.Β.Ε είναι το Βασιλικό Θέατρο στη Πλατεία Λευκού Πύργου, (753 θέσεις). Πρόκειται για μια τεράστια σκηνή πολλαπλών δυνατοτήτων με υποσκήνιο 10 μέτρων, και τεχνική υποδομή για θεατρικές παραστάσεις χορού καθώς και συναυλίες και κινηματογραφικές προβολές, Εκτός του Βασιλικού Θεάτρου οι παραγωγές το Κ.Θ.Β.Ε. στεγάζονται στη Μονή Λαζαριστών-Σκηνή Σωκράτης Καραντινός (621 θέσεις), το Μικρό θέατρο Μονής Λαζαριστών (150 θέσεις) με μετατρεπόμενη πλατεία, το Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών (737 θέσεις), το Θέατρο Γης στο Νταμάρι Τριανδρίας (6000 θέσεις) και το Θέατρο Δάσους στο Δάσος Σέιχ Σου (4000 θέσεις).
Οι επόμενοι καλλιτεχνικοί διευθυντές του Κ.Θ.Β.Ε. ήταν ο Κώστας Τσιάνος το 1998 (5/2-13/7), ο Διαγόρας Χρονόπουλος (1998-2001), ο Βίκτωρ Αρδίττης (2001-2004) και από το 2004 έως και σήμερα ο Νικήτας Τσακίρογλου. Αντιπρόεδρος του Κ.Θ.Β.Ε. σήμερα είναι ο Θεόδωρος Κορρές και μέλη του οργανισμού οι Σπυρίδων Παγιατάκης, Σταυρούλα Αλαβέρα Ανδριαννή Τουντοπούλου, Αικατερίνη Ιμπροχώρη και ο Γιάννης Χρυσούλης.
Η δραστηριότητά του Κ.Θ.Β.Ε. δεν περιορίζεται στις θεατρικές του παραγωγές αλλά επεκτείνεται σε τομείς του πολιτισμού, όπως η εκπαίδευση, η λογοτεχνία και οι εικαστικές τέχνες με τη διοργάνωση εκθέσεων, συνεδρίων, φεστιβάλ, θεατροπαιδαγωγικών προγραμμάτων κ.α. Ως προς τον καλλιτεχνικό του προγραμματισμό, το Κ.Θ.Β.Ε. παρουσιάζει σε ετήσια βάση, ένα πρόγραμμα που συνδυάζει τις εσωτερικές παραγωγές του θεάτρου (συμπεριλαμβανομένων των παραγωγών του Χοροθεάτρου και της Όπερας Θεσσαλονίκης), συμπαραγωγές με άλλους θεατρικούς οργανισμούς, αφιερώματα, ανταλλαγές με μεγάλους θεατρικούς οργανισμούς καθώς και μετακλήσεις παραστάσεων από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Παράλληλα, σε μια προσπάθεια προσέγγισης των παιδιών και των νέων, το Κ.Θ.Β.Ε. δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη λειτουργία της Παιδικής του Σκηνής, με παραστάσεις για σχολεία και εκπαιδευτικούς οργανισμούς καθώς και στην παρουσία του στις σχολικές αίθουσες με την οργάνωση εκπαιδευτικών προγραμμάτων που εξοικειώνουν τους μικρούς μαθητές με τον κόσμο και την τέχνη του θεάτρου.
Τα τελευταία χρόνια, έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερα η θεατρολογική έρευνα και η εκδοτική δραστηριότητα του Κ.Θ.Β.Ε. Τα τμήματα Δραματολογίας και Εκδόσεων παρέχουν θεωρητική κάλυψη για τις θεατρικές παραγωγές και επιμελούνται την έκδοση των σχετικών με την εκάστοτε παράσταση εντύπων (αφισών, καρτών, προγραμμάτων).Το 1997 πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 6o φεστιβάλ της Ένωσης των Θεάτρων της Ευρώπης, που υπήρξε ένα κορυφαίο πολιτιστικό γεγονός τόσο για τη Θεσσαλονίκη, όσο και για την Ελλάδα. Είναι ακόμη μέλος του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου και του Ελληνικού Κέντρου Θεάτρου για τα παιδιά και τους νέους.

Θέατρο Τέχνης Κάρολου Κουν: ένα επαναστατικό θέατρο

“Δέ κάνουμε Θέατρο για το Θέατρο. Δέ κάνουμε Θέατρο για να ζήσουμε. Κάνουμε Θέατρο για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας, το κοινό που μας παρακολουθεί κι όλοι μαζί να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί ένας πλατύς, ψυχικά πλούσιος και ακέραιος πολιτισμός στον τόπο μας.”
Κάρολος Κουν


Το Θέατρο Τέχνης Κάρολου Κουν είναι ένας από τους σημαντικότερους πολιτιστικούς οργανισμούς της σύγχρονης ελληνικής πολιτιστικής ιστορίας. Η συμβολή στο χώρο της ελληνικής, και όχι μόνο, τέχνης είναι καταλυτική, αφού εξέθρεψε στους κόλπους του τις σημαντικότερες προσωπικότητες.όπως είναι οι Ελύτης, Γκάτσος, Χατζιδάκις, Τσαρούχης, Βολανάκης, Σεβαστίκογλου, Στεφανέλλης, Μόραλης, Νικολούδη, Πλωρίτης, Βακαλό, Χρήστου, Μάτεσις, Σκαλιώρας, Χαρατσίδης, Θ. Αντωνίου, Λεοντής, Φωτόπουλος και ένα πλήθος άλλοι λογοτέχνες, μεταφραστές, μουσικοί, εικαστικοί, χορογράφοι. Σήμερα θεωρείται προνόμιο και τιμή για ένα καλλιτέχνη να λέει ότι προέρχεται από το θέατρο Τέχνης, ίση, πολλοί ισχυρίζονται, και μεγαλύτερη από αυτή που εκπέμπει το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδος. Είναι εξάλλου γνωστή η αντιπαράθεση ύφους, νοοτροπίας, συμπεριφοράς και αισθητικής που υπήρξε μεταξύ αυτών των δύο κολλοσιαίων προς την αξία τους καλλιτεχνικών θεσμών. είναι ένα θέατρο συνόλου, κοινής θεατρικής παιδείας, κοινών καλλιτεχνικών επιδιώξεων.
Πρόκειται για ένα θέατρο που υπήρξε κάτι περισσότερο από πρωτοπορία για περισσότερο από 30-40 χρόνια και μια από τις σημαντικότερες εκφάνσεις της ελληνικής τέχνης γενικότερα κατά τον 20ό αιώνα. Ο μεγάλος ιστορικός του θεάτρου Γιάννς Σιδέρης έλεγε ότι το Τέχνης δεν είναι μόνο ο Κουν, οι μαθητές του και οι παραστάσεις τους αλλά μαζί το ίδιο το κτίσμα και την πλατεία του, το αμφιθέατρό του, το κοινό του, οι φίλοι του και οι πιστοί του, οι θεατές του, όλοι μαζί, σ' ένα σύνολο.
Ο Κουν αρχικά δίδασκε αγγλικά στο Κολλέγιο Αθηνών. Γεννημένος το 1908 στην Προύσα από εύπορη οικογένεια εμπόρων, αναγκάστηκε να καταφύγει στην Ελλάδα το 1929, ύστερα από σύντομες σπουδές αισθητικής στο Παρίσι. Στο Κολλέγιο Αθηνών εξέφρασε και τις πρώτες του θεατρικές ανησυχίες με παραστάσεις έργων Αυτό που από την αρχή τον απασχολούσε ήταν ο τρόπος, η φόρμα που θα ανεβάσει τις παραστάσεις όχι μόνο των ελληνικών αλλά και των ξένων έργων στο ελληνικό κοινό. Και πάνω σε αυτή τη γραμμή άρχισε ο Κουν να τοποθετεί τις σκηνοθεσίες του χρησιμοποιώντας ως βασική πηγή έμπνευσης και δουλειάς την ελληνική παράδοση. Tο 1933 ιδρύει τη «Λαϊκή Σκηνή» μαζί με τον δημοσιογράφο και πρώην ηθοποιό Διονύσιο Δεβάρη, και τον Γιάννη Τσαρούχη. Ύστερα από τρία μόνο χρόνια δραστηριότητας, το καλοκαίρι του 1936 ανακόπτεται η λειτουργία της. Ο Κουν έρχεται σε επαφή με τις θέσεις και τη διδασκαλία του μεγάλου σκηνοθέτη Κονσταντίν Στανισλάβσκι. Μία διδασκαλία που θα τον επηρεάσει πολύ στον δικό του τρόπο προσέγγισης της ελληνικής παράδοσης, μές από ένα λαϊκό εξπρεσιονισμό. Εν τω μεταξύ ο Κουν συνεργάζεται με το ελεύθερο θέατρο, και σκηνοθετεί τις μεγάλες ηθοποιούς τις εποχής όπως την Κατερίνα και τη Μαρίκα Κοτοπούλη. Η δημιουργία του Θεάτρου Τέχνης έρχεται όμως σαν απάντηση στο εμπορικό θέατρο του μπουλβάρ και της γαλλικής φάρσας. Ιδρυτικά μέλη του θέατρου, αποτέλεσαν κορυφαία ονόματα της καλλιτεχνικής ζωής που έχουν σημαδέψει για πάντα την πολιστιτική εξέλιξη της χώρας μας, ονόματα όπως ο Μάνος Χατζιδάκις, η Δώρα Στράτου, ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, ο Μάριος Πλωρίτης και άλλοι. Στις 7 Οκτωβρίου 1942, με την «Αγριόπαπια» του Ίψεν στο τότε θέατρο Αλίκη, σήμερα «Μουσούρη» της πλατείας Καρύτση εγκαινιάζεται το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Την ίδια χρονιά βγήκε από τη δραματική σχολή του θεάτρου η πρώτη της γενιά ηθοποιών: Βασίλης Διαμαντόπουλος, Ελένη Χατζηαργύρη, Αλέκα Κατσέλη, Καίτη Λαμπροπούλου, Νίκος Βασταρδής, Γιάννης Αλεξάκης.
Για τον Κουν το Θέατρο Τέχνης ήταν ένας πυρήνας καλλιτεχνικής έκφρασης που επεδίωκε αυτό που μέχρι τότε θεωρούνταν δυσεύρετο: την αληθινή συγκίνηση που θα προέλθει από την ανάκληση του πραγματικού βιώματος. Σκοπός του θεάτρου να δημιουργήσει εγρήγορση στους θεατές του που με τη σειρά της θα οδηγήσει σε μια συμμετοχική δαδικασία της θεατρικής πράξης. Από την άλλη το θεάτρο Τέχνης επιδίωξε να τονίσει τον λαϊκό χαρακτήρα της τέχνης, αλλά και να προβάλλει το οικείο, το γνωστό, το γηγενές, το ελληνικό στοιχείο, που δεν έχει αφομοιωθεί από τις ξένες επιρροές και επιδράσεις. Όχι σε επίπεδο δραματουργίας, επιλογής δηλαδη κειμένων που θα παρουσιαστούν στο κοινό, αφού ο Κουν εισήγαγε ένα πλήρες και ολοκληρωμένο ρεπερτόριο άγνωστων στο μεταπολεμικό ελληνικό θεατρικό κοινό, αλλά όσον αφορά στη δημιουργική καλλιτεχνική σκέψη. Στο Θέατρο Τέχνης πρωτοπαρουσιάστηκαν στο ελληνικό κοινό ο Ουίλιαμς, ο Μίλλερ, ο Λόρκα, ο Μπρεχτ, ο Αραμπάλ, ο Μπέκετ, ο Γκομπρόβιτς, ο Ζενέ, ο Φο, ο Μποντ, ο Μπότο Στράους, και άλλοι.
Αυτή η τάση προς την επανακάλυψη της ελληνικότητας στο θέατρο επεκτάθηκε όχι μόνο στη σκηνοθεσία, την υποκριτική, τη μουσική και τη σκηνογραφία που παρουσίαζαν οι συντελεστές και συνεργάτες του Θέατρου Τέχνης αλλά και στη δραματογραφία. Ο Κουν εξάλλου πάντα πίστευε ότι αν δεν υπάρχει ελληνικό έργο δεν υπάρχει και ελληνικό θέατρο, οπότε προς αυτή τη κατεύθυνση κινήθηκε. Ο «λαϊκός εξπρεσιονισμός» του, η καθαρή λαϊκότητα και η έντονη ελληνικότητα των παραστάσεών του, εκφράστηκε κυρίως στην αρχαία κωμωδία, κατεξοχήν χώρος λαϊκότητας και θυμοσοφίας. Αργότερα, και για τους ξένους ιδίως συγγραφείς, προσέγγιζε τα κείμενα με έναν «ποιητικό ρεαλισμό», που χαρακτήρισε έντονα πολλές παραστάσεις του. .
Το Θέατρο Τέχνης γεννήθηκε μέσα στην Κατοχή με ηθοποιούς και ταυτόχρονα μαθητές της δραματικής σχολής που ιδρύεται μαζί με τον θίασο, παιδιά λαϊκά, φτωχά και αυθεντικά. Έτσι το Θέατρο Τέχνης στηρίζεται οικονομικά κατά κύριο λόγο από φίλους, χρηματοδότες και συνδρομητές. Όμως το 1945, στο τέλος του πολέμου το Τέχνης αναστέλλει τη λειτουργία του. Ένα χρόνο μετά επιστρέφει στη βάση του, στο θέατρο «Αλίκη». Το 1950 το θέατρο διαλύεται ακόμα μια φορά από τον ίδιο τον Κουν, όχι μόνο για οικονομικούς λόγους αλλά και για καλλιτεχνικούς. Ο ίδιος σκηνοθετεί στο Εθνικό Θέατρο, για τέσσερα χρόνια, ανεβάζοντας σημαντικά έργα όπως τις «Τρεις Αδερφές» του Τσέχωφ. Από το 1954 ξεκινά η δεύτερη φάση του Θεάτρου Τέχνης, όταν ο Κουν ανεβάσει νέους έλληνες συγγραφείς και νέα έργα. Ο Κουν παρουσιάζει την «Αυλή των θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Ο Καμπανέλλης με την «Αυλή» κατάφερε να στήσει πάνω στη σκηνή μια ολόκληρη Ελλάδα της αρχής του 20 ου αι. με τα αληθινά προβλήματά της. Ήταν ο Κουν και ο Καμπανέλλης που έδοσαν το έναυσμα για την ανάπτυξη της ελληνικής μεταπολεμικής γραφής, εμπνέοντας νέους ανθρώπους να καταπιαστούν με αυτήν. Από τότε μέχρι σήμερα στη Σκηνή του Θεάτρου Τέχνης πρωτοπαρουσιάστηκαν πολλοί νέοι Έλληνες συγγραφείς όπως: Γ.Σεβαστίκογλου, Α.Σολομός, Δ.Κεχαΐδης, Λ.Αναγνωστάκη, Γ.Σκούρτης, Μ.Ευθυμιάδης, Γ.Αρμένης, Ε.Χαβιαρά, Μ.Λαϊνά.
Ο Κουν έχοντας πετύχει και πρωτοτυπήσει στη σκηνοθετική προσέγγιση ευρωπαϊκού και νεοελληνικού ρεπερτορίου, αποτολμά να παρουσιάσει μια νέα οπτική γύρω από το αρχαίο δράμα. Από το 1957 το Θέατρο Τέχνης καταπιάνεται με την αρχαία τραγωδία και κωμωδία, δίνοντας έξοχες παραστάσεις των έργων: "Πλούτος", "Όρνιθες", "Πέρσες", "Βάτραχοι", "Λυσιστράτη", "Οιδίπους Τύραννος", "Αχαρνής", "Επτά επί Θήβας", "Βάκχες", "Ειρήνη", "Τρωαδίτισσες", "Ιππής", "Ορέστεια", "Σφήκες", "Προμηθέας Δεσμώτης", "Ηλέκτρα", "Θεσμοφοριάζουσες", "Αγαμέμνων", "Φιλοκτήτης", "Ιφιγένεια εν Αυλίδι", "Νεφέλες". Τα πιο διάσημα φεστιβάλ του κόσμου βράβευσαν, τίμησαν την προσφορά του Θεάτρου Τέχνης, που έχει στο ενεργητικό του τέσσερις αλησμόνητες συμμετοχές στο "Θέατρο των Εθνών" με "Όρνιθες" το 1962 (α' βραβείο), με "Πέρσες" το 1965, με "Ειρήνη" και "Οιδίποδα Τύραννο" το 1979, με "Αχαρνής" το 1982, καθώς και συμμετοχή στα μεγάλα διεθνή φεστιβάλ της Ζυρίχης, του Ισραήλ, της Βενετίας, της Βιένης, του Βελιγραδίου, της Φλάνδρας, της Βαρσοβίας, της Φλωρεντίας, του Αμβούργου, του Βερολίνου, της Βόννης, του Αμστερνταμ, της Στουτγάρδης, της Στοκχόλμης, του Όσλο, του Ελσίνκι, των Βρυξελλών (Ευρωπάλια '82), της Κωνσταντινούπολης ('88), της Μέριδα ('84, '90). Παράλληλα με την ίδρυση του θεάτρου, ο Κάρολος Κουν προχώρησε και στην ίδρυση της Δραματικής Σχολής του, η οποία λειτουργεί χωρίς διακοπή μέχρι σήμερα, προσφέροντας άξια στελέχη. Ανάμεσα στους ηθοποιούς που έκτοτε σφράγισαν το ελληνικό θέατρο, ήταν οι Έλλη Λαμπέτη, Μελίνα Μερκούρη, Βάσω Μεταξά, Γιάννης Γκιωνάκης, Λυκούργος Καλλέργης, Παντελής Ζερβός, Σταύρος Ξενίδης, Μίμης Φωτόπουλος, Δημήτρης Χατζημάρκος κ.ά. Σήμερα διευθυντής σπουδών είναι ο Διαγόρας Χρονόπουλος. Οι σπουδαστές επιλέγονται με εισαγωγικές εξετάσεις από επιτροπή καθηγητών της σχολής. Η φοίτηση διαρκεί τρία έτη, κατά τα οποία οι σπουδαστές διδάσκονται υποκριτική, αυτοσχεδιασμό, ορθοφωνία, τραγούδι, χορό, σκηνογραφία, ιστορία αρχαίου και σύγχρονου δράματος κ.α. Στη σχολή διδάσκουν γνωστοί ηθοποιοί, μεταφραστές και σκηνοθέτες όπως οι Κατια Γερου- Θοδωρος Γραμψας- Μαριαννα Καλμπαρη, Ευα Κοταμανιδου - Πεπη Οικονομοπουλου - Διαγορας Χρονοπουλος, οι Δημητρης Δεγαϊτης - Κωστης Καπελωνης, οι Ερρικος Μπελιες, Θοδωρης Οικονομου - Μαρινα Χρονοπουλου
Ο Κουν δε θα μπορούσε να βρει καλύτερη ευκαιρία να εφαρμόσει τις απόψεις του για το «λαϊκό εξπρεσιονισμό» από την αττική κωμωδία. Η μεγάλη έκρηξη όμως ήρθε το 1959, με την ιστορική πια παράσταση των «Ορνίθων», που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στο Ηρώδειο στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Οι επικαιρικές αναφορές του Κουν με αποκορύφωμα την εμφάνιση ενός ορθόδοξου ιερέα επί σκηνής προκάλεσε σάλο στους θεατές. Οι «Πέρσες» του Αισχύλου, το μόνο ιστορικό δράμα, αποτελεί για τον Κουν ένα σχόλιο πάνω στο σύγχρονο ιμπεριαλισμό και τη νίκη της δημοκρατίας.
Το 1985 η πολιτεία, θέλοντας να τιμήσει τον Κάρολο Κουν, βοήθησε στη δημιουργία μιας δεύτερης μόνιμης σκηνής 240 θέσεων, υπό την επωνυμία Θέατρο Τέχνης-Κάρολος Κουν, στην οδό Φρυνίχου στην Πλάκα. Ο Κάρολος Κουν απεβίωσε στις 14 Φεβρουαρίου 1987. Την πορεία του Θεάτρου Τέχνης συνέχισαν οι δύο εκ των κληρονόμων του, Γ. Λαζάνης και Μ. Κουγιουμτζής, που υπήρξαν τα βασικά στελέχη του και έχουν την καλλιτεχνική διεύθυνση των δύο σκηνών. Μετά το θάνατο του Κουν το θέατρο Τέχνης είχε καθοδική πορεία. Οι σκηνοθεσίες ανήκαν αποκλειστικά στους Λαζάνη και Κουγιουμτζή, και σιγά σιγά τα στελέχη του θιάσου έφυγαν ή αναγκάστηκαν από τις συνθήκες να απομακρυνθούν (Ρένη Πιττακή, Γιάννης Καρατζογιάννης, Περικλής Καρακωνσταντόγλου, Γιάννης Δεγαΐτης, κ.α).
Το σταθερό κοινό των παραστάσεων του Κουν, άρχισει να απομακρύνεται και ταυτόχρονα να ανακαλύπτει νέους θεατρικούς οργανισμούς που σταδιοδρομούσαν στον δρόμο που χάραξε η αισθητική του Τέχνης. Το θέατρο Τέχνης προσπάθησε να διατηρήσει την αίγλη του μέσα από αναβιώσεις παλιότερων παραστάσεων, από φιλότιμες σκηνοθετικές δουλειές των μαθητών του μεγάλου δασκάλου, την ανάκληση παλιών ηθοποιών του θεάτρου, χωρίς όμως να καταφέρει να ξεπεράσει ποτέ το μεγάλο κενό που άφησε ο ιδρυτής του. Παράλληλα τα δισεπύλητα προβλήματα διαχείρισης και τα οικονομικά χρέη του θεάτρου, σε συνδυασμό με την απώλεια των δύο πιστών μαθητών του Κάρολου Κουν, Μίμη Κουγιουμτζή και Γιώργου Λαζάνη δημιούργησαν ένα κλίμα παρακμής στον ιστορικό αυτό θέατρο. Σήμερα, σαν τελική λύση και ύστατη π[ροσπα΄θει ανανέωσης αποτροπ΄’ης του ενδεχόμενου να πα΄ψει την λειτουργία του, το Υέχνης κάλεσε τον σκηνοθέτη Διαγόρα Χρονόπουλο, «παιδί» κι αυτός του θεάτρου, να αναλάβει τη διεύθυνσή του.
Μπορεί το Θέατρο Τέχνης να ψυχορραγεί καλλιτεχνικά και όχι μόνο, αλλά σίγουρα, κατάφερε να σπείρει τον σπόρο της δημιουργικότητας και ανατροπής στην τέχνη, μια και βλέπουμε ότι τόσα χρόνια μετά ακόμη οι μαθητές του και οι συνεχιστές του έργου του, προσπαθούν να αποδείξουν μέσα από τις δικές τους προσπάθειες τις καταβολές και την ιστορική συνέχεια τους με το αδιαμφισβήτητα, σημαντικότερο ελληνικό θέατρο του 20 αι.

Εθνικό Θέατρο: ιστορία, παραγωγή και πρόσωπα

Κάθε χώρα που διεκδικεί με αξιώσεις την ανάδειξη της πολιτιστικής της δραστηριότητας, προκειμένου να αποτυπώσει την ταυτότητά της και να αποκρυσταλλώσει τον χαρακτήρα της, οφείλει να συγκεντρώνει τη δυναμική της σε ένα οργανισμό που θα την εκπροσωπεί. Η έννοια της εθνικής πολιτιστικής προβολής εξυπηρετεί τόσο διεθνείς όσο και εσωτερικούς σκοπούς, μέσα από φορείς που είναι ικανοί να αποτελούν την αιχμή μίας τέτοιας προσπάθειας. Στο θέατρο για αυτόν τον ρόλο, ιδρύθηκε το Εθνικό θέατρο της Ελλάδας.
Η ιστορία του Εθνικού Θεάτρου μας είναι μεγάλη και άμεσα συνδεδεμένη με τις κοινωνικοιστορικές συνθήκες που καθόρισαν την πορεία της τέχνης στο ελληνικό κράτος
Το Εθνικό Θέατρο ως πρώτο κρατικό θέατρο, εγκαινιάστηκε το 1901 και πρωτολειτούργησε ως Βασιλικό Θέατρο. Το 1908 έκλεισε «επ΄αόριστον» και από το 1930, χάρη στον τότε υπουργό Παιδείας Γεώργιο Παπανδρέου λειτουργεί με τη σημερινή μορφή, ως οργανισμός μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
Στόχοι του Εθνικού Θεάτρου
Το καταστατικό του Εθνικού Θεάτρου, εκτός της διακήρυξης ιδρύσεώς του, ορίζει τους σκοπούς που πρέπει να θέτει και να υπηρετεί. Έτσι, ένας πανελλήνιος θεατρικός οργανισμός που εκπροσωπεί ολόκληρο τον ελληνικό πολιτισμό σχετικά με το θέατρο, οφείλει να σηκώσει στις πλάτες του, την τεράστια παράδοση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και δη αυτή της δραματικής ποίησης. Κύριος λοιπόν στόχος του είναι η προάσπιση της θεατρικής τέχνης, διαφυλάττοντας έτσι την εθνική πολιτιστική ταυτότητα, μέσα από την «μελέτη, την έρευνα, και την η σκηνική διδασκαλία και διάδοση στην Ελλάδα και στο εξωτερικό του αρχαίου δράματος». Η γεφύρωση όμως της αρχαίας παράδοσης με τις επόμενες περιόδους ακμής της ελληνικού θεάτρου, και ειδικά αυτής που σήμερα ονομάζουμε νεοελληνικό θέατρο, τη δραματουργία δηλαδή που αναπτύχθηκε ουσιαστικά από τη σύσταση του Ελληνικού κράτους, μεταεπαναστατικά, αποτελεί επίσης πρωταρχική ανάγκη για το Εθνικό θέατρο, μέσα από τη «σκηνική διδασκαλία, προώθηση και ανάπτυξη της ελληνικής και κυρίως της νεοελληνικής δραματουργίας».
Επιπλέον το Εθνικό Θέατρο, καθίσταται αγωγός επικοινωνίας της ξένης, κλασικής δραματουργίας προς το ελληνικό κοινό αλλά και υπεύθυνο για τη γνωριμία και τη μύηση του κοινού της, με τις νέες μορφές θεάτρου και σκηνικής πειραματικής έκφρασης. Παράλληλα «η προώθηση διεθνών θεατρικών ανταλλαγών και της παγκόσμιας θεατρικής συνεργασίας, κυρίως στο χώρο της Ευρώπης και των χωρών όπου δραστηριοποιείται ο απόδημος Ελληνισμός», θέτει τη ανάγκη μιας συνεχούς δραστηριοποίησης εκ μέρους του κρατικού φορέα, ώστε να δημιουργηθεί μια συνεκτική σχέση με τη παγκόσμια καλλιτεχνικά δρώμενα. Τέλος, αξιοσημείωτη είναι η ευαισθητοποίηση του Εθνικού Θεάτρου για τη θεατρική παιδεία των νέων, μέσα από πραγματοποίηση παραστάσεων για παιδιά και νέους αλλά και η προσπάθεια του να προωθεί το θεατρικό δυναμικό της χώρας, φιλοξενώντας στις σκηνές του, έργα νέων θεατρικών συγγραφέων, και δίνοντας την ευκαιρία σε νέους σκηνοθέτες, σκηνογράφους, μεταφραστές, ηθοποιούς και γενικά συντελεστές της θεατρικής πράξης να αποδείξουν τις καλλιτεχνική τους αξία. Αλλά κυρίως η παροχή θεατρικής εκπαίδευσης με τη δημιουργία Δραματικής Σχολής ενισχύει τον εκπαιδευτικό ρόλο του κρατικού θεάτρου. Η τελευταία, που σήμερα στεγάζεται στην οδό Πειραιώς, θεωρείται η σημαντικότερη δραματική σχολή της Ελλάδας, από τους κόλπους της οποίας έχουν αποφοιτήσει και σταδιοδρομήσει ιστορικοί πλέον ηθοποιοί αλλά και έχει επανδρωθεί από δασκάλους που αποτελούν και πρωτεργάτες της ελληνικής θεατρικής ιστορίας εν γένει.

Διοίκηση και Καλλιτεχνικός Διευθυντής

Το Εθνικό Θέατρο διοικείται από Επταμελές Διοικητικό Συμβούλιο και από τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή του. Το Διοικητικό Συμβούλιο αποτελείται από Πρόεδρο, Αντιπρόεδρο και πέντε Συμβούλους, που διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού. Η συνολική εικόνα που εκπέμπει το Εθνικό θέατρο στην Ελλάδα και το εξωτερικό, χρεώνεται στον επικεφαλής και υπεύθυνο του θεάτρου, τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου από το 1994, Νίκο Κούρκουλο. Η πορεία του καταξιωμένου ηθοποιού στο χώρο της θεατρικής αλλά και κινηματογραφικής τέχνης είναι σίγουρα μακρά, αφού έχει δοκιμαστεί με επιτυχία σε δύσκολους ρόλους αρχαίου ελληνικού δράματος (Μήδεια (1959), Ορέστη (1971) του Ευριπίδη, Οιδίποδα Τύραννο (1982) και Φιλοκτήτη (1991) του Σοφοκλή) και έχει υποδυθεί σημαντικούς ρόλους του παγκόσμιου δραματολογίου, (Η μικρή μας πόλη, (Θόρντον Ουάιλντερ), Ιούλιος Καίσαρ (Σαίξπηρ), Να ντύσουμε τους γυμνούς (Λουίτζι Πιραντέλλο), Λούλου (Φρανκ Βέντεκιντ), Ο Γλάρος, (Άντον Τσέχωφ), Επιστροφή (Χάρολντ Πίντερ), Ψηλά από τη Γέφυρα (Άρθουρ Μίλλερ), Στην Φωλιά του Κούκου (Νταίηλ Βάσερμαν), Όπερα της Πεντάρας, (Μπέρτολτ Μπρεχτ) και Ποτέ την Κυριακή (σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν με τη Μελίνα Μερκούρη) Στον κινηματογράφο έχει πρωταγωνιστήσει σε περισσότερες από 30 κινηματογραφικές ταινίες και μάλιστα έχει τιμήθηκε δύο φορές με το Α΄ Βραβείο Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και υπήρξε υποψήφιος για το Tony Award στη «Ποτέ την Κυριακή».

Το Βασιλικό Θέατρο: 1901-1908

Το κτίριο που βρίσκεται σήμερα στην Αθήνα, στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου, και θα παραμείνει κλειστό μέχρι μάλλον το 2008, λόγω ανακαίνισης, ξεκίνησε να ανεγείρεται από το 1891, όταν το 1880 ο τότε Βασιλέας Γεώργιος Α΄, έλαβε δωρεά αξίας 10.000 αγγλικών λιρών από τον ομογενή Ευστράτιο Ράλλη. Η πρώτη Εθνική Σκηνή, χτίστηκε με βάση τα σχέδια του γνωστού Αυστριακού αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ. Πρώτος Διευθυντής του Βασιλικού Θεάτρου διορίστηκε ο Άγγελος Βλάχος με σκηνοθέτη τον Θωμά Οικονόμου και Κοσμήτωρα της σκηνής τον Χριστόφορο Ταβουλάρης. Στις 7 Νοεμβρίου το 1901 αρχίζει η λειτουργία της Δραματικής Σχολής με καθηγητές τους Θωμά Οικονόμου και Αριστοτέλη Κουρτίδη. Στις 24 Νοεμβρίου το Βασιλικό Θέατρο ανοίγει τις πύλες του στο κοινό, με μονόλογο από το έργο του Δημήτρη Βερναρδάκη «Μαρία Δοξαπατρή» και δύο ελληνικές μονόπρακτες κωμωδίες: Δημήτρη Κορομηλά «Ο θάνατος του Περικλέους» και Χαράλαμπου Άννινου «Ζητείται υπηρέτης». Η ζωή του Βασιλικού Θεάτρου κράτησε μόλις επτά χρόνια. Το σημαντικότερο ιστορικό γεγονός που θα σημάδευε για πάντα τη λειτουργία του, συνέβη στις 30 Δεκεμβρίου 1903, όταν ανεβαίνει η «Ορέστεια» του Αισχύλου, σε μετάφραση καθαρεύουσας του Γ. Σωτηριάδη. Η παράσταση αυτή προκάλεσε τις αντιδράσεις των φοιτητών της Φιλοσοφικής σχολής, που υποκινήθηκαν από τον καθηγητή τους Γεώργιο Μιστριώτη, ο οποίος υποστήριζε ότι οι αρχαίες τραγωδίες έπρεπε να παίζονται στα αρχαία ελληνικά και χαρακτήριζε τη μετάφραση «μαλλιαρή». Μάλιστα είχε κυκλοφορήσει η φήμη ότι οι φοιτητές θα επιχειρούσαν να ματαιώσουν την παράσταση και να κακοποιήσουν τους συντελεστές της. Οι αστυνομικοί που προσπάθησαν να τους απωθήσουν κλείνοντας τον δρόμο τους από το ύψος της Ομόνοιας, άρχισαν να πυροβολούν τους διαδηλωτές με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τέσσερις φοιτητές και να τραυματιστούν δεκαπέντε. Το ζήτημα υπήρξε και η αφορμή να ξεσπάσει στους ακαδημαϊκούς κύκλους και όχι μόνο, μια μακρόχρονη γλωσσική αντιπαράθεση. Το 1908 το Βασιλικό Θέατρο ανακοινώνει ότι διακόπτει τις παραστάσεις και το θέατρο παρέμεινε κλειστό ως το 1930. Στο λίγο χρονικό διάστημα που λειτούργησε το θέατρο ανέβασε 128 έργα μεγάλων δραματουργών όπως Σαίξπηρ, Αισχύλο, Σοφοκλή, Μολιέρο, Γκάιτε, Σίλλερ, Κλάιστ και οι σημαντικότεροι ηθοποιοί που πρωταγωνίστησαν ήταν η Μαρίκα Κοτοπούλη, η Σαπφώ Αλκαίου, ο Σπυρίδων Ταβουλάρης, ο Εδμόνδος Φύρστ, ο Ν. Μέγγουλας κ.α.
Η αρχή: Φώτος Πολίτης

Το 1932 ιδρύεται το Εθνικό θέατρο. Γενικός Διευθυντής ορίζεται ο Ιωάννης Γρυπάρης και μόνιμος σκηνοθέτης του θεάτρου ο Φώτος Πολίτης. Ο Πολίτης κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες ώστε να καταφέρει να προσελκύσει σημαντικά ονόματα ηθοποιών που θα δούλευαν στο Εθνικό Θέατρο, όπως, τους Αλέξη Μινωτή, Γεώργιο Γληνό, Μαίρη Σαγιάνου-Κατσέλη, Αιμίλιο Βεάκη, Νικόλαο Ροζάν, Μήτσο Μυράτ, Χριστόφορο Νέζερ, Σαπφώ Αλκαίου, Τηλέμαχο Λεπενιώτη, Γιώργο Γληνό, Μιράντα Μυράτ, Νίκος Παπαγεωργίου, Ελένη Παπαδάκη, Κατίνα Παξινού, Βάσω Μανωλίδου, σε μια περίοδο που τα οικονομικά του θεάτρου ήταν πολύ δύσκολα. Επίσης μόνιμοι συνεργάτες υπήρξαν ο Κλεόβουλος Κλώνης στα σκηνικά και ο Αντώνης Φωκάς στα κοστούμια. Όραμα του Φώτου Πολίτη, όπως ο ίδιος ανακοίνωσε σε μια ιστορική ομιλία του προς τους ηθοποιούς του Εθνικού Θέατρου ήταν η ανάγκη για «καθαρμό» του ελληνικού θεάτρου από την «χυδαία διασκέδαση» και τη δημιουργία ενός «καλλιτεχνικού πυρήνα» που θα βασίζεται στη «καλλιτεχνική ηθική». Ζητά από τους συνεργάτες του να δουλεύουν ως «σύνολο» και να σταθούν επάξια στους δύσκολους καιρούς που βίωναν.
Στις 19 Μαρτίου ανεβαίνει η πρώτη παράσταση της ιστορίας του Εθνικού Θεάτρου που περιλάμβανε δύο έργα: Ο «Αγαμέμνων» του Αισχύλου και «Ο Θείος Όνειρος» του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Το 1934 πεθαίνει ο Φώτος Πολίτης. Η συμβολή του Πολίτη ήταν ιδιαίτερη, αφού κατάφερε να διαπαιδαγωγήσει το κοινό, να πρωτοτυπήσει στις σκηνοθεσίες του, να πειθαρχήσει τους ηθοποιούς και τους βεντετισμούς τους και να παράξει σημαντικές παραστάσεις όπως ο «Οιδίποδας Τύραννος» του Σοφοκλή, ο «Ιούλιος Καίσαρας» του Σαίξπηρ, ο «Ποπολάρος» του Ξενόπουλου, ο «Βασιλικός» του Μάτεσι και άλλες.

Το Εθνικό θέατρο στο εξωτερικό
Ο Φώτος Πολίτης δημιούργησε μια νέα ποιότητα στις παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου, η οποία συνεχίστηκε από τον σκηνοθέτη που τον διαδέχτηκε, τον Δημήτρη Ροντήρη. Ο Ροντήρης έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στην αρχαία τραγωδία και έδωσε περισσότερο προσοχή στην υποκριτική τέχνη, που επικεντρώνονταν στη ρυθμικότητα του λόγου και της κίνησης. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1938 πραγματοποιείται η πρώτη μετά την αρχαιότητα παράσταση αρχαίου δράματος στην Επίδαυρο: Η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή. Στον ομώνυμο ρόλο η Κατίνα Παξινού και η Ελένη Παππαδάκη στο ρόλο της Κλυταιμνήστρας και η Βάσω Μανωλίδου στον ρόλο της Χρυσόθεμιδος. Η παράσταση συγκέντρωσε γύρω στους 4.000 θεατές που ταξίδεψαν από την Αθήνα στον θέατρο της Επιδαύρου.
Το Εθνικό Θέατρο κυρίως με τη πρωτοβουλία και τη συνδρομή του Γενικού Διευθυντή του, Κωστή Μπαστιά, δίνει παραστάσεις σε γνωστά θέατρα του εξωτερικού και περιοδεύει στο Κάιρο, την Αλεξάνδρεια, το Βερολίνο, το Λονδίνο. Θρυλικές έχουν μείνει οι περιοδείες της «Ηλέκτρας» του Σοφοκλή και του «Άμλετ» του Σαίξπηρ. Ειδικά στον «Άμλετ», ο νεαρός Μινωτής καταπλήσσει το κοινό του εξωτερικού σε σημείο να συγκρίνεται η ερμηνεία του με τον μεγαλύτερο άγγλο σαιξπηρικό ηθοποιό, Τζων Γκίλγουντ. Οι ελληνικές εφημερίδες γράφουν ότι «ο κ. Γκίλγουντ και ο θίασος του έχουν τώρα ένα υψηλό μέτρο συγκρίσεως ύστερα από τον καταπληκτικόν «Άμλετ» του ελληνικού Βασιλικού Θεάτρου». Το Εθνικό θέατρο αρχίζει να αναγνωρίζεται και να καταξιώνεται στα μάτια των ξένων θεάτρων και βιώνει τις πιο ένδοξες στιγμές του.
Άρμα Θέσπιδος και Εθνική Λυρική Σκηνή
Το 1939 ιδρύεται η Κινητή Μονάδα Περιοδειών που ονομάστηκε «Άρμα Θέσπιδος» και με σκηνοθέτη τον Πέλο Κατσέλη. Παρουσιάζει τη πρώτη παράσταση, τον «Οθέλλος» του Σαίξπηρ, στην Κόρινθο, στις 17 Σεπτεμβρίου. Σκοπός του Άρματος ήταν το Εθνικό θέατρο να μπορέσει να επικοινωνήσει μέσα από τις παραστάσεις του και με την ελληνική επαρχία, που δεν μπορούσε να έχει πρόσβαση στο θέαμα που παρέχονταν στην Αθήνα.). Κυρίως όμως οι περιοδείες του Εθνικού Θεάτρου στο εξωτερικό (Αγγλία, Γερμανία το 1939, Κύπρος-Αίγυπτος το 1947, ΗΠΑ το 1952, Γερμανία-Ιταλία-Γαλλία-Γιουγκοσλαβία το 1955, Γαλλία το 1958) συμβάλει στην αναγνώριση της ερμηνείας του αρχαίου δράματος, με αποκορύφωμα την πρόσκληση του θιάσου από το «Θέατρο των Εθνών», το 1955 και το 1958, για να εγκαινιάσει το διεθνές αυτό Φεστιβάλ, με τις παραστάσεις του.
Παράλληλα στις 5 Μαρτίου ιδρύεται η Εθνική Λυρική Σκηνή ως τμήμα του Εθνικού Θεάτρου ενώ το 1944 ιδρύεται η Εθνική Λυρική Σκηνή στο Θέατρο Ολύμπια, της οδού Ακαδημίας, με Καλλιτεχνικό Διευθυντή τον Μανώλη Καλομοίρη. Εκεί το 1941 θα παραγματοποιήσει την πρώτη επαγγελματική εμφάνιση της η Μαρίας Κάλλας, στον «Βοκκάκιο» του von Suppe.
Χρόνια Κατοχής και Απελευθέρωσης
Από τις 24 Νοεμβρίου έως τις 26 Απριλίου 1941 για λόγους ασφαλείας οι παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου και της Λυρικής Σκηνής μεταφέρονται από την Κεντρική Σκηνή στον κινηματογράφο Παλλάς στην οδό Βουκουρεστίου, που διαθέτει καταφύγιο για την περίπτωση αεροπορικού συναγερμού. Το Εθνικό θέατρο τα χρόνια της Κατοχής προσπάθησε να απορροφά ηθοποιούς που είχαν μείνει άνεργοι λόγω του πολέμου και οι θίασοι που απασχολούνταν έκλειναν, όπως αυτός της Κοτοπούλη, της Ανδρεάδη, του Μουσούρη. Επίσης οι χώροι της δραματικής σχολής, μετατράπηκαν σε εστιατόρια, για όσους δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν τροφή. Ο Κωστής Μπαστιάς αντικαθίσταται από τον Νικόλαο Γιοκαρίνη για 20 μήνες, όταν με τη σειρά του έδωσε τη θέση του στον Άγγελο Τερζάκη που χρημάτισε Διευθυντής για λίγους μήνες μέσα στη Κατοχή. Ο Τερζάκης υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους θεατρικούς κριτικούς και νεοέλληνες δραματουργούς. Το 1943 γίνεται η τελευταία τραγική παρουσία της Ελένης Παπαδάκη, ενάμιση χρόνο πριν την δολοφονία της, στο έργο Εκάβη του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Σωκράτη Καραντινού, ενώ το 1944 κλείνει το Εθνικό Θέατρο, επί Διεύθυνσης Νικόλαου Λάσκαρη, με εντολή του Γεωργίου Παπανδρέου, προκειμένου να αναδιοργανωθεί εξαιτίας των «παρεκκλίσεών» του κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Το Εθνικό θέατρο στο τέλος του Πολέμου, κάνοντας τον απολογισμό του, μέσα από τα κείμενα που δημοσίευσε ο Διευθυντής του Γεώργιος Θεοτοκάς, φαίνεται να αύξησε τις παραγωγές του, να μην έχει διαπιστωθεί έλλειμμα στα οικονομικά του και να έχει έρθει πιο κοντά στο λαϊκό κοινό με τα έργα του. Βέβαια με την Απελευθέρωση, το Εθνικό Θέατρο ξεκίνησε μια σειρά απολύσεων μόνιμων συνεργατών του, στα πλαίσια της δημοκρατικής «εκκαθάρισης» και σχεδίαζε την πορεία του στα μετακατοχικά χρόνια.

Μεταπολεμικά, το Εθνικό θέατρο ανοίγει τις πόρτες του σε καινούργιους καλλιτέχνες και επιχειρεί νέες συνεργασίες με ήδη καταξιωμένους σκηνοθέτες και ηθοποιούς. Έτσι, το 1950 πραγματοποιείται η πρώτη σκηνοθεσία του Αλέξη Σολομού στο Εθνικό Θέατρο με το έργο του Σαίξπηρ «Όπως σας αρέσει» αλλά και του μεγάλου σκηνοθέτη, δασκάλου και αντίπαλο δέος του Εθνικού Θεάτρου, Κάρολου Κουν με το έργο του Πιραντέλλο «Ερρίκος Δ΄». Παράλληλα παλιές συνεργασίες και μόνιμοι ηθοποιοί του Εθνικού αποχωρούν. Το 1951 μάλιστα είναι η χρονιά που το ελληνικό θέατρο χάνει τον μεγαλύτερο ίσως μέχρι σήμερα ηθοποιό του, το Αιμίλιο Βεάκη, που πεθαίνει τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς. Το τελευταίο έργο στο οποίο πρωταγωνίστησε ήταν οι «Τρεις κόσμοι». του Διονυσίου Ρώμα. Ο Βεάκης συνέδεσε το όνομά του με την ιστορία και τη φήμη του Εθνικού Θεάτρου. Είχε ερμηνεύσει πάρα πολλούς πρωταγωνιστικούς ρόλους του ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου με ιστορική πια την ερμηνεία-σταθμό στον ομώνυμο ρόλο του έργου του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ «Βασιλιά Ληρ». Το 1953 η Κυβέλη υπογράφει μία μεγάλη επιτυχία στην καριέρα της, στο έργο του Γρηγορίου Ξενόπουλου «Το μυστικό της κοντέσας Βαλέραινας».
Το Εθνικό Θέατρο το 1954 καθιερώνει το θεσμό των Επιδαυρίων. Ο Δημήτρης Ροντήρης, δεκαέξι χρόνια μετά την Ηλέκτρα, επιστρέφει στον ανοιχτό χώρο του αρχαίου θεάτρου με τον Ιππόλυτο του Ευριπίδη. Θησέας είναι ο Θάνος Κωτσόπουλος και Ιππόλυτος ο Αλέκος Αλεξανδράκης. Το 1955 τη θέση του Δημήτρη Ροντήρη στην διεύθυνση του θεάτρου αναλαμβάνει ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, που από το καλοκαίρι του 1955, καθιερώνει οριστικά το Φεστιβάλ Επιδαύρου. Το Εθνικό Θέατρο προσπαθεί να κλιμακώσει τη δραστηριότητά του ανεβάζοντας κάθε χρόνο νέα έργα, ενώ γίνονται παράλληλα και επαναλήψεις των παλαιοτέρων. Το αρχαίο δράμα για μία ακόμη φορά εξυμνείται μέσα από τις ερμηνείες σπουδαίων ελλήνων ηθοποιών. Μνημειώδεις έχουν μείνει οι ερμηνείες της Κατίνας Παξινού ως «Εκάβη» στο έργο του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή και η σκηνοθεσία και η ερμηνεία του Αλέξη Μινωτή στο έργο του Σοφοκλή «Οιδίπους Τύραννος». Το 1956 ο Μινωτής πρωτοπαίζει το έργο «Οιδίπους επί Κολωνώ». Η μεγάλη επιτυχία της παράστασης οδήγησε σε μεγάλες διεθνείς περιοδείες και πολλές επαναλήψεις στα επόμενα χρόνια Επίσης, το Εθνικό θέατρο στρέφει τη προσοχή του και στην αρχαία κωμωδία, που σιγά σιγά τη θεωρεί ισάξια του αρχαίας τραγωδίας. Χαρακτηριστικό έιναι ότι μέχρι το 1958 δεν είχε παρουσιαστεί στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, αρχαία κωμωδία και η πρώτη παράσταση ήταν με το έργο του Αριστοφάνη «Εκκλησιάζουσες» σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους η Μαίρη Αρώνη και ο Χριστόφορος Νέζερ, ένα ηθοποιός που σήμερα θεωρείται ότι ήταν λιγότερο προβεβλημένος σε σχέση με τους ηθοποιούς των τραγωδίων, αν και ήταν ο πρώτος έλληνας ηθοποιός που είχε καταφέρει στη καριέρα του να υποδυθεί όλους τους κεντρικούς ρόλους των έργων του Αριστοφάνη. Άλλη σημαντική αριστοφανική παράσταση υπήρξε το 1957 η «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη στην Επίδαυρο, σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού. Στη μεγάλη επιτυχία συμβάλλει η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι. Το δε 1960 γίνεται η παγκόσμια πρεμιέρα του έργου «Δύσκολος» του Μενάνδρου στην Επίδαυρο. Επίσης πραγματοποιείται η πρώτη συνεργασία του Μίκη Θεοδωράκη με το Εθνικό Θέατρο στο έργο του Ευριπίδη «Φοίνισσες».
Το Εθνικό Θέατρο, συνειδητοποιώντας την ανάγκη για προώθηση του ελληνικού έργου, της εγχώριας παραγωγής και δεδομένης της εμφάνισης μιας τάσης για αύξηση της ελληνικής συγγραφικής παραγωγής, ιδρύει από το 1956, τη Δεύτερη Σκηνή, με στόχο την παρουσίαση νεοελληνικών έργων. Η πρεμιέρα της Δεύτερης Σκηνής γίνεται με το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Η Έβδομη μέρα της Δημιουργίας».
Στα πλαίσια της ανανέωσης του ρεπερτορίου και των προσώπων το 1964, το Εθνικό Θέατρο συνεργάζεται με ηθοποιός που ανήκαν στο λεγόμενο εμπορικό, της εποχής, θέατρο. Η Ελλη Λαμπέτη γίνεται πρωταγωνίστρια στο Εθνικό στο έργο του Πωλ Κλωντέλ «Το Ατλαζένιο Γοβάκι» ενώ το 1965 ο φοβερός Δημήτρης Χορν πρωταγωνιστεί στο Εθνικό Θέατρο στο έργο του Αλφρέ ντε Μυσσέ «Λορεντζάτσιο» σε σκηνοθεσία Ζαν Τασσό.
Η δικτατορία των Συνταγματαρχών φέρνει για μία ακόμη φορά τη διοίκηση του ελληνικού κρατικού θεάτρου, σε περίοδο αποπροσανατολισμού και κρίσης. Το ιστορικό παράδειγμα που έχει διασωθεί από τη περίοδο αυτή είναι η παράσταση της «Ηλέκτρας» του Ευριπίδη το 1969 που είχε παρουσιαστεί στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Μάλιστα η αρχική σκηνοθεσία ήταν του μεγάλου σκηνοθέτη και θεωρητικού Τάκη Μουζενίδη, που όμως λόγω των συνθηκών αργότερα αποκήρυξε. Αυτό που έκανε τη συγκεκριμένη παράσταση «ιστορική» ήταν τα σκηνικά και τα κοστούμια του ανερχόμενου στις διοικητικές θέσεις του Εθνικού θέατρου, Παύλου Μαντούδη, που προκαλεί ολόκληρο σκάνδαλο, εξαιτίας των "βαλκανικών" της αναφορών του. Ο Μαντούδης, επηρεασμένος από το «κλίμα» της εποχής αποφάσισε να ντύσει την Ηλέκτρα βοσκοπούλα και τον Ορέστη τσέλιγκα, παραπέμποντας περισσότερο σε βουκολικό δράμα με ποιμενικό ειδύλλιο τη τραγωδία του Σευρπίδη, προφανώς εναρμονισμένος με την φολκλόρ αισθητική του Καθεστώτος. Η παράσταση κατακρίθηκε από τους κριτικούς ως απαράδεκτη και κατέβηκε.
Το 1971 ιδρύεται η Νέα Σκηνή, σε αρχιτεκτονικό σχεδιασμό του Μ. Περάκη, από τον τότε διευθυντή Βασίλειο Φράγκο. Το 1972 ο Μάνος Κατράκης πρωταγωνιστεί στο Εθνικό Θέατρο, στο έργο του Θερβάντες Δον Κιχώτης.
Το 1974 Διευθυντής του Θεάτρου διορίζεται για δεύτερη φορά ο Αλέξης Μινωτής. Το γεγονός που σημάδεψε εκείνη τη χρονιά το Εθνικό θέατρο ήταν η ματαίωση της καλοκαιρινής παραγωγής της «Λυσιστράτης» επειδή ο ανδρικός Χορός έπρεπε να πάρει μέρος στην γενική επιστράτευση κατά της Τουρκίας.
Το 1978 παρουσιάζεται η τελευταία σκηνοθεσία του Δημήτρη Ροντήρη στην Επίδαυρο, με το έργο του Σοφοκλή Ηλέκτρα, ενώ τρία χρόνια αργότερα ο σκηνοθέτης πάνω από σαράντα παραστάσεων του Εθνικού Θεάτρου και η μεγάλη ηθοποιός Βάσω Μανωλίδου πεθαίνουν. Τελευταίος μεγάλος της ρόλος ήταν η Ουίνυ στις «Ευτυχισμένες Μέρες» του Σάμιουελ Μπέκετ.
Το 1980 γίνεται η έναρξη της Παιδικής Σκηνής με την παράσταση του έργου του Μώρις Μέτερλινκ «Το Γαλάζιο Πουλί» και το 1982 η πρώτη σκηνοθεσία του Μίνου Βολανάκη με το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο, με το έργο «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή. Στον ρόλο του Οιδίποδα ο Νίκος Κούρκουλος. Το 1984 η πρώτη σκηνοθεσία του Ζυλ Ντασέν στο Εθνικό Θέατρο με το έργο του Αντρέι Τουργκιένιεφ «Ένας μήνας στην εξοχή» .
Το 1986 πεθαίνει ο μόνιμος συνεργάτης σκηνογράφος του Εθνικού Θεάτρου, Αντώνης Φωκάς. Δύο χρόνια αργότερα, φεύγει από τη ζωή και ο Κλεόβουλος Κλώνης και το Εθνικό Θέατρο χάνει έτσι το σημαντικότερο εικαστικό δίδυμο της ιστορίας του.
Η σύγχρονη ιστορία του Εθνικού Θεάτρου θα μπορούσε να θεωρηθεί από ορισμένα γεγονότα ορόσημα. Έτσι, το 1989 ο Αλέξης Μινωτής εμφανίζεται για τελευταία φορά στο Εθνικό Θέατρο στο έργο «Η θυσία του Αβραάμ» και το 1992 είναι η τελευταία εμφάνιση του Νίκου Τζόγια στην Επίδαυρο, ως Κρέοντα στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Πλέον η «παλαιά» φρουρά και ειδικά ο Αλέξης Μινωτής, σημείο αναφοράς του Εθνικού Θεάτρου, ο άνθρωπος που σχεδόν καθόρισε τη ταυτότητα του, αποχωρούν και δίνουν τη σκυτάλη στις επόμενες γενιές.
Το 1995 νέος καλλιτεχνικός διευθυντής αναλαμβάνει ο Νίκος Κούρκουλος. Εγκαινιάζει μία νέα σκηνή στο Εθνικό θέατρο, το «Παιδικό Στέκι» με το έργο του Μ. Περώ «Ωραία Κοιμωμένη», δείχνοντας έτσι τη διάθεσή του να εκσυγχρονίσει τον Οργανισμό. Μια σειρά κινήσεών του οδεύουν προς αυτή τη κατεύθυνση και έτσι το 1997 επιτυγχάνεται η καλλιτεχνική και εμπορική αναγνώριση του Εθνικού στην περιοδεία στις Η.Π.Α με το έργο «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή. Επίσης, δημιουργείται ο Θίασος Περιοδειών Αρχαίου Δράματος και παρουσιάζονται τα έργα «Μήδεια» του Ευριπίδη και «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή σε πολλές πόλεις του εξωτερικού.
Σημαντική πρωτοβουλία του Νίκου Κούρκουλου αποτέλεσε και η ίδρυση της Πειραματικής Σκηνής, του Άδειου Χώρου και του Εργαστηρίου Ηθοποιών. Πρόκειται για σκηνές που στόχο έχουν την ανάδειξη πρωτοποριακών παραστάσεων, σύγχρονων συγγραφέων και πειραματικών μεθόδων θεατρικής πράξης, υποκριτικής και σκηνοθεσίας. Το Εθνικό Θέατρο ακολουθεί τη λογική των μεγάλων θεάτρων της Ευρώπης, που επιχειρούν να εντάξουν και να υιοθετήσουν τη θεατρική πρωτοπορία και να πατρονάρουν τις νέες τάσεις που αναπτύσσονται ανά τον κόσμο. Η τελευταία σημαντική κίνηση του Εθνικού Θεάτρου είναι η διοργάνωση και θεσμοθέτηση Θερινή Ακαδημία Θεάτρου, προσπάθεια που ξεκίνησε από το 2000 και συνεχίζεται σε ετήσια βάση μέχρι και σήμερα. Σκοπός της είναι η μετακλήσεις ξένων θιάσων , σκηνοθετών και ηθοποιών από το εξωτερικό στη χώρα μας, ώστε να μπορέσουν όσοι ασχολούνται με το χώρο της Τέχνης, με τη μορφή σεμιναρίων και εργαστηρίων να γνωρίσουν καινούργιες τεχνικές και θεωρίες της θεατρικής πράξης, αλλά και να ανταλλάξουν πληροφορίες στα πλαίσια της διαπολιτισμικότητας του θεατρικού φαινομένου.
Στη σύντομη αυτή αναδρομή και περιγραφή της ιστορίας και του ρόλου του Εθνικού Θεάτρου, γίνεται κατανοητό ότι λίγο πολύ όλοι οι καλλιτέχνες, που έγιναν γνωστοί και αγαπήθηκαν από το κοινό τους, κατά καιρούς θήτευσαν στο σημαντικότερο και μακροβιότερο θέατρο της Ελλάδας και έδωσαν όπως και πήραν λάμψη από αυτό. Σήμερα το Εθνικό θέατρο της Ελλάδας, μπορεί να απασχολεί μια πλειάδα καλλιτεχνών στους κόλπους τους και να προσφέρει πλούσιο θέαμα στο κοινό τους με τις τουλάχιστον 15 παραγωγές του ετησίως, αλλά θα πρέπει σίγουρα να μην λησμονά τις πιο ένδοξες στιγμές του και να προσπαθεί πάντοτε να τιμά και να στέκεται επάξια προς τιμήν όλων αυτών των γιγάντων της τέχνης, που πολλοί από αυτούς έδωσαν κυριολεκτικά και τη ζωή τους για τη δημιουργία ενός αξιόλογου ελληνικού πολιτιστικού οργανισμού.